-Ή όταν η αγία ευαισθησία συνάντησε
την ευαισθησία των ποιητών-
«Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται…
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται…».
Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον
Εστί. Το δοξαστικόν.
Το πρόσωπο της Θεοτόκου,
ως του ανθρώπου που κυοφόρησε το Σαρκωμένο Λόγο ενέπνευσε πολλούς ανθρώπους των
γραμμάτων και των τεχνών, καθώς η αγία ευαισθησία της γυναίκας εκείνης που όχι
μονάχα δέχθηκε να κυοφορήσει τον ίδιο το Θεάνθρωπο μέσα από το δικό της σώμα,
αλλά και πόνεσε από το θάνατο του παιδιού της, αν και γνώριζε βαθιά μέσα της,
πως ο γιος της είναι ο ίδιος ο Θεός, συναντά την ομορφότερη έκφρασή της μέσα
από την ποιητική ευαισθησία. Κατ’ ουσίαν τούτος ο αβάσταχτος πόνος ενδιαφέρει
κυρίως τους ποιητές, οι οποίοι συγκλονίζονται από τον ανθρώπινο πόνο της μάνας
που πονά για τον επικείμενο θάνατο του παιδιού της κι’ ας ξέρει πως, «η γλυκιά
της Άνοιξη» κατά τον άγιο Ρωμανό το Μελωδό, θ’ αναστηθεί... Στην ίδια
κατεύθυνση, η ταύτιση της οδύνης της Θεοτόκου για τον άδικο χαμό του γιου της,
με τον ανθρώπινο πόνο και την αγωνία της κάθε μάνας και η ταυτόχρονη έκφραση
αυτού του πόνου είναι η κατεξοχήν αγαπημένη θεματική διάσταση της σκέψης των
ποιητών.
Ο άγιος των γραμμάτων, ο κοσμοκαλόγερος
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εκφράζει με
τον ομορφότερο τρόπο την ελπίδα για τη μεταμόρφωση του ανθρώπινου πόνου σε
προσδοκία της Αναστάσεως μέσα από το πρόσωπο της Παναγίας εκεί όπου, «Έχει αποθέσει καρτερικά τον πόνο του στην πιο
πονεμένη από τις μητέρες της Οικουμένης, στην “Κυρία των Ουρανών”, τον
“Γλυκασμόν των Αγγέλων”, τη μόνη που μπορεί να γλυκάνη την πίκρα της ρημαγμένης
του ζωής και να τον ανακουφίση τώρα που τον “εκύκλωσαν αι του βίου του ζάλαι
ώσπερ μέλισσαι κηρίον”».[1] O θάνατος
υπερβαίνεται με την προσδοκία της Αναστάσεως, ακόμη και μέσα από τη σκοτεινιά
του θανάτου και κυρίως μέσα από αυτή καθώς, «…και τα λευκά κόκαλα και τα κρανία
τα τρυφερά ήσαν άσπιλα λείψανα παιδίων, τα οποία είχεν ευδοκήσει να καλέσει
ενωρίς εις τον Παράδεισον, πλησίον του υιού της του ειπόντος “Άφετε τα παιδία
έρχεσθαι προς με και μη κωλύετε αυτά”, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα».[2] Δεν
είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως ο μεγάλος Σκιαθίτης χρησιμοποιεί ως
λογοτεχνικό τέχνασμα την αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου, προσπαθώντας να
καταδείξει με την κορυφαία λογοτεχνική μαεστρία του, πως ο δρόμος προς την
ανέσπερη ζωή δεν μπορεί να διακοπεί από κανένα κράτος του θανάτου.
Στην ίδια προοπτική, ο άλλος μεγάλος μας
συγγραφέας από το περήφανο νησί της Κρήτης, ο Νίκος Καζαντζάκης μαρτυρά πως: «Ανάμεσα
από το δροσερό σκοτάδι, μεγάλα, πονόψυχα, απελπισμένα, φέγγαν τα μάτια της
Παναγίας κι έλαμπε στο θαμπό λιβανωτόν αγέρα το ρωμαλέο της πηγούνι.
“Γλυκοφιλούσα, Κερά της Θάλασσας” έλεγα όρθιος μπροστά της “ω Καρδιά του
ανθρώπου που χώρες Εκείνον που ουρανός και γης δεν τον χωρούν… Γιατί μέσα στην
καρδιά μου σαλεύεις σα χριστιανικιά Νίκη, που δε φοβάται το αίμα, κι ακλουθάει,
κλαγγάζοντας, με μεγάλες αδρασκαλιές, το στρατευόμενο απάνω στη γης Θεό!”. Έτσι
μιλούσε και χοροπήδα η καρδιά μου, και γύριζα από Μοναστήρι σε Μοναστήρι. Ήθελα
να διαλέξω το πιο αυστηρό για να τελέψω κι εγώ την άσκηση μου. Λίγο, πολύ, για
πάντα, δεν ήξερα. Ένιωθα μονάχα την ανάγκη να μείνω ολομόναχος, αμίλητος,
μήνες».[3]
Ο Καζαντζάκης συνδέει άμεσα το πρόσωπο της
Θεοτόκου με την προσευχητική διάσταση στον άνθρωπο και ιδιαίτερα η Παναγία
ταυτίζεται με το πρόσωπο της κάθε μητέρας, αφού αποτελεί τη Μάνα όλου του
κόσμου καθώς, «Αδειανή ’ταν η εκκλησία, λιγοστό έμπαινε το φως από τα πολύχρωμα
παράθυρα και ξυπνούσε τα κονίσματα, τον πολυέλαιο, τα προύτζινα μανουάλια, και
δεξά ως μπαίνουμε, απάνω στο προσκυνητάρι, τον Άι-Μηνά τον καβαλάρη. Πήρε η
Νοεμή ένα κεράκι από το παγκάρι και τράβηξε ίσια κατά το μεγάλο κόνισμα της
Παναγιάς, ζερβά από την Ωραία Πύλη, στο τέμπλο. Δεν τολμούσε να μιλήσει
καταπρόσωπο με τον πεθαμένο, ήθελε να βάλει μεσίτρα, ανάμεσα στους δυό τους,
την Παναγιά, τη Μάνα… Γονάτισε η Νοεμή και κοίταζε ώρα πολλή, αμίλητη, κι όσο
κοίταζε γλύκαινε, μέρωνε η καρδιά της… Κρατούσε η Παρθένα το γιό στην αγκάλη
σφιχτά πολύ, σα να φοβόταν μην της τον πάρουν, ακουμπούσε το μάγουλο βαθιά,
τρυφερά, απάνω στο μάγουλο του και του ’δινε ένα μικρό ξύλινο σταυρό,
παιχνιδάκι, για να παίξει… Σηκώθηκε η Νοεμή, άναψε το κερί στο μανουάλι, ζύγωσε
το στόμα της στην Παναγιά και της μίλησε. Δεν κάτεχε ακόμα να λέει προσευκές,
της μίλησε σα να ’ταν μια καλή γειτόνισσα και βρέθηκε τώρα η Νοεμή σε μεγάλη
ανάγκη και χτύπησε την πόρτα της. – Μάνα, της είπε, εγώ ’μαι η Νοεμή η Οβραία,
ήρθα από την άκρα του κόσμου, παράτησα την πίστη του πατέρα μου, γίνηκα
χριστιανή. Βρίσκουμαι σε μεγάλη ανάγκη, Μάνα, βόηθα! Πες του να μην έρχεται τη
νύχτα να με τυραννάει, πες του να μη μου κάμει κακό, εγώ το καλό μόνο του
σπιτιού του θέλω, αγαπώ το γιό του, άλλη χαρά δεν έχω… Μάνα, σου λέω και τούτο,
μα να μην του το πεις: σε τρεις μήνες θα γίνω κι εγώ μάνα, φοβούμαι μη μου
πειράξει το γιό μου· μην τον αφήσεις! Πέφτω στα πόδια σου· Μάνα όλων των
μανάδων του κόσμου, ελέησέ με! Σήκωσε τα μάτια, είδε την Παναγιά να την
κοιτάζει θλιμμένη, απελπισμένη, και τα μάτια της σα να ’χαν ξαφνικά γεμίσει
δάκρυα».[4] Είναι
ολοφάνερο λοιπόν, πως στην καζαντζακική σκέψη η προσευχή οδηγεί τον άνθρωπο σε
προσωπική κοινωνία με τον Δημιουργό του και αποτελεί στήριγμα και παραμυθία, τουτέστιν
ζώσα πραγματικότητα της ορθόδοξής μας παράδοσης.
Αλλά η δύναμη της δημιουργίας δεν σταματά
εκεί… Ο Μίκης Θεοδωράκης ως εξόριστος
στη Ζάτουνα της
Αρκαδίας κατά τα δίσεκτα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μας απέδειξε
με τον ομορφότερο τρόπο πως ο μοναδικός τρόπος για να νικήσουμε τη φθορά είναι
η δημιουργία, μελοποιώντας τους υπέροχους στίχους του μεγάλου Μάνου Ελευθερίου: «Γλυκοφιλούσα Παναγιά / μάνα μου
κι οδηγήτρα μου / κι’ εγώ στα
στήθη έχω καρδιά / που λιώνει
από την πίκρα μου». Και συνεχίζοντας τον υπέροχο αυτό ύμνο προς τη
Θεοτόκο και στα υπόλοιπα τραγούδια αυτού του μουσικού κύκλου, συνεχίζει να
υμνεί το μυστήριο της μητρότητας καθώς, «Γιατ’
ήσουν μάνα μια φορά / και
ξέρεις τα ραγίσματα / που έχει
ο πόνος κι η χαρά / και του
καιρού τα πείσματα». Στην Αρκαδία ΙΙ επίσης περιλαμβάνεται και το μοναδικό
τραγούδι Γλυκοφιλούσα Παναγιά,
πάντα σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, που μάλιστα το ερμηνεύει ο ίδιος ο
συνθέτης στο πιάνο του.[5] Μεγάλος
ο καημός της συνάντησης καθώς, «Απ’ όπου να ’σαι / και θα ’ρθεις / και γλώσσα όποια
μιλήσεις / μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς / πίσω δε θα γυρίσεις». Πως αλλιώς
μπορεί να νικηθεί το κάθε σύστημα παρά μονάχα μέσα από τον έρωτα της
δημιουργίας…
[1] Απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,
Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου.
[2] Απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη, Η Παναγία η Γλυκοφιλούσα.
[3] Νίκου
Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας.
Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος-Ο Μοριάς, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα
1965, σ. 159.
[4] Νίκου
Καζαντζάκη, Καπετάν Μιχάλης, εκδ. Ελ.
Καζαντζάκη, Αθήνα 1973, σσ. 479-480.
[5] Σ’ αυτή την κατεύθυνση αξίζει κανείς να μελετήσει το εξαιρετικό άρθρο του Παναγιώτη Ανδριόπουλου, Οι Παναγιές του Μίκη Θεοδωράκη – Γλυκοφιλούσα Παναγιά, Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010, ηλεκτρονική διεύθυνση:
Αναδημοσίευση από: http://e-theologia.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου