Οι γιορτές σταματούν για λίγο τη ροή του
χρόνου, καθώς σηματοδοτούν τις εποχές, προκαλούν αναδρομές και μας
μεταφέρουν στο παρελθόν. Τα Χριστούγεννα επιστρέφουμε στην παιδική μας
ηλικία, τη μεγάλη δεξαμενή των αφηγήσεων, των εικόνων και του χρόνου,
ενός κόσμου που τον αναδημιουργούμε στα μέτρα των επιθυμιών μας. Αλλωστε
τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε την έλευση του Βρέφους που θα σώσει τον
κόσμο. Μέσα από την ανάμνηση της προσδοκίας ανακτούμε τη χαμένη μας
παιδικότητα, δηλαδή βιώνουμε ξανά τις προγενέστερες εμπειρίες μας
προβάλλοντας την εικόνα μας στο παρελθόν. Οσο κι αν φαίνεται παράξενο,
οι αφηγήσεις αρχίζουν και τελειώνουν εκεί που μοιάζει να παγώνει ο
χρόνος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που στις χριστουγεννιάτικες αφηγήσεις το
χιόνι λειτουργεί ως συμβολικό υλικό του χρόνου και ότι κατά κάποιον
τρόπο τον υποστασιώνει - γι' αυτό άλλωστε και ιδεώδη Χριστούγεννα είναι
τα λευκά Χριστούγεννα.
Οταν ο χρόνος ακινητεί, οι αφηγήσεις πολλαπλασιάζονται και
προεκτείνονται. Τότε πυκνώνει η ατμόσφαιρα, η ζωή αποκτά το τελετουργικό
νόημα του ανεπανάληπτου και τα γνωρίσματα της μυθοπλασίας, ενώ όλες
σχεδόν οι πράξεις της καθημερινότητας ερμηνεύονται συμβολικά.
Μαύρο παραμύθι
Εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί για τα Χριστούγεννα.
Ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, λυρικά δοκίμια. Το πνεύμα της
γιορτής έρχεται να μας θυμίσει τα σφάλματα και τις αδικίες και να
αποκαλύψει άγνωστες πτυχές του υπαρκτού κόσμου. Γράφοντας το 1843 τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία,
το γνωστότερο έργο του με αφορμή τη μεγαλύτερη γιορτή των Δυτικών, ο
Ντίκενς στέλνει τρία πνεύματα να θυμίσουν στον σπαγκοραμμένο Εμπενέζερ
Σκρουτζ ότι αυτά που άδικα κέρδισε στη ζωή εις βάρος των άλλων θα τα
πληρώσει με έναν άθλιο θάνατο. Σε άλλο επίπεδο βέβαια, το μυθιστόρημα
αυτό μέσα από μια χριστουγεννιάτικη αλληγορία (ένα μαύρο παραμύθι)
καταγγέλλει την αθλιότητα και την κοινωνική αδικία που έφερε στην Αγγλία
η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση.
Ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον γράφει για τα Χριστούγεννα στη θάλασσα - και η
δραματικότητα του θέματος οφείλεται στο γεγονός ότι κατά παράδοση την
ημέρα αυτή όλοι θέλουν να βρίσκονται στα σπίτια τους υπακούοντας στο
αίσθημα της καταγωγής, ή πιο σωστά: στην ανάγκη να ανήκουν σε έναν τόπο.
Ο τόπος αυτός, για τους ποιητές τουλάχιστον, είναι τα τοπία της
παιδικής τους ηλικίας. Τα Χριστούγεννα στην Ουαλλία, όπου τα άλογα στους
στάβλους είναι μυθικοί Κένταυροι, ονειρεύεται στο Λονδίνο ο Ντίλαν
Τόμας. Μέσα στον χειμώνα του ουαλλικού τοπίου φυλάσσεται ζωντανός ο
σπόρος της πρωταρχικής εμπειρίας που ανθίζει φανταστικά εν όψει της
έλευσης του Θείου Βρέφους, ενώ σε ένα παρόμοιο τοπίο πολλά χρόνια
νωρίτερα ο Τένισον ακούει «φωνές στην ομίχλη», τα άσματα των αγγέλων
μέσα στον άνεμο και πάνω από το χιόνι που δίνουν νόημα στο μυστήριο της
ζωής.
Το ίδιο μυστήριο περιβάλλει και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα του Φροστ
στη Νέα Αγγλία σε τόπο και χρόνο παράλληλους με εκείνους όπου έναν αιώνα
νωρίτερα - κι ακόμη πιο παλιά - ήχησαν οι καμπάνες του Θάκερεϊ, του
Τόμας Χάρντι, του Λονγκφέλοου, του Χέρικ, του Χέρμπερτ και του Κόλριτζ.
Ο κόσμος των Χριστουγέννων, μαγικός, νοσταλγικός και αλλότριος,
απλώνεται πάνω από τον πραγματικό και τον σκεπάζει τώρα σαν το χιόνι. Η
πρωτεύουσά του βρίσκεται στο στερέωμα, στο φεγγάρι, που πλέει στη
θάλασσα των ουρανών και όπου, σύμφωνα με τον μύθο, έκτισε το ανάκτορό
του ο Αγιος Νικόλαος. Από εκεί κάποιο χριστουγεννιάτικο πρωινό στα τέλη
του 19ου αιώνα ο Μαρκ Τουέιν υποδυόμενος τον Αϊ-Βασίλη στέλνει ένα
γράμμα στη μικρή του κόρη Σούζι. Με χιούμορ και τρυφερότητα της ζητεί να
τον συγχωρήσει γιατί απαντώντας στα γράμματα που του είχε στείλει η
μικρή (μέσω της μητέρας της, σημειώνει ο συγγραφέας «κλείνοντάς» της
πονηρά το μάτι) δεν της γράφει με το ίδιο άψογο ύφος, αφού, όπως λέει,
είναι «ξένος».
Αλληγορία της νύχτας
Το σεληνιακό φως είναι μια αλληγορία της νύχτας και του αθέατου κόσμου
το ίδιο ισχυρή με τη λάμψη του χριστουγεννιάτικου άστρου πάνω από τη
φάτνη που κυριαρχεί στο στερέωμα και οδηγεί τους Τρεις Μάγους στο ταξίδι
τους για το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Με αφορμή αυτό το ταξίδι - και κατά
παρότρυνση του εκδότη του Τζέφρι Φέιμπερ - επιστρέφει το 1927 στην
ποίηση ο Ελιοτ έπειτα από μακρά περίοδο σιωπής. Ο Δεκέμβριος είναι η
χειρότερη εποχή του χρόνου για ένα τόσο μακρύ ταξίδι, όπως γράφει στην
αρχή του ποιήματος. Αλλά στην καρδιά του χειμώνα, το νεκρό σημείο των
εποχών, ζωντανεύουν οι αναμνήσεις ως μορφές της αναγέννησης που δεν
είναι παρά μία ακόμη εκδοχή του θανάτου. Σε άλλους συγγραφείς το χιόνι
μεταφέρει τις αναμνήσεις στα στενά των πόλεων, πάνω στις στέγες, στους
φωτισμένους δρόμους που αδειάζουν όταν κλείνουν τα καταστήματα και όταν
άλλες ψυχές έρχονται να κατοικήσουν τα άδεια διαστήματα στις έρημες
αυλές, στα σκοτεινά υπόγεια και στις απόμερες γωνιές: οι άστεγοι, οι
απόκληροι, οι διαρρήκτες (σαν κι εκείνον στο θαυμάσιο διήγημα του
Κάθερ), οι αμαξάδες του Τσέχοφ έξω από τα καπηλειά, οι βιαστικοί
περαστικοί του Ο' Χένρι και του Ουάσιγκτον Ιρβινγκ ή ο δυστυχής τεμπέλης
του Παπαδιαμάντη που δεν έχει χρήματα ούτε για ποτό και ως «κακό
πατέλα», όπως τον αποκαλεί ο μικρός του γιος, τον έχουν διώξει από το
σπίτι η γυναίκα και ο κουνιάδος του.
Μέσα στη χαρμόσυνη ακινησία και την τελετουργία της γιορτής ωστόσο
οξύνονται οι ατέλειες και οι αδικίες του κόσμου. «Των άγριων λαών η
ορμητική αντάρα» ταράζει την ψυχή του Παπατσώνη που στο ποίημά του Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία τρέμει
μήπως δεν τα καταφέρει να μπει στο πνεύμα της γιορτής και αντί για ύμνο
των Χριστουγέννων καταλήξει να γράψει θρήνο. Μερικά χρόνια αργότερα ο
Σαχτούρης γράφει μέσα στον Εμφύλιο το σπαρακτικό ποίημά του Χριστούγεννα 1948,
όπου είναι «τα σπίρτα καμένα / και πέφτει οβίδα στη φάτνη / του μικρού
Χριστού». Εδώ βρισκόμαστε πολύ μακριά από την εποχή που για τον
Τσέστερτον τα μαλλιά του Θείου Βρέφους ήταν από καθαρό φως. Η τραγωδία
τώρα σκοτεινιάζει αυτό το φως και ακυρώνει τον μύθο.
Οι πόλεις μεταμορφώνονται τα Χριστούγεννα όχι μόνον εξαιτίας των
φωτισμένων δρόμων, των στολισμένων καταστημάτων και των δώρων που
συσσωρεύονται κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο για να ανταλλαγούν με
την άφιξη του νέου έτους. Είναι σαν να μεταφέρεται η ατμόσφαιρα, η
γαλήνη και η απλότητα της υπαίθριας ζωής - δηλαδή ενός ιδεώδους
αγροτικού πολιτισμού - μέσα στο επιθετικό αστικό τοπίο. Ξαναγυρίζουμε
στη φύση, στις εποχές, στον αιώνιο κύκλο της γέννησης και του θανάτου
και στον αδιατάρακτο κόσμο. Η γιορτή είναι παγκόσμια όπως και η φύση,
γι' αυτό και όλοι πρέπει να μετέχουν. Αν κάποιοι δεν μπορούν, αυτό
οφείλεται στη βαρβαρότητα με την οποία σφράγισαν οι ιστορικές εποχές τον
σύγχρονο κόσμο. Η γιορτή λοιπόν αφυπνίζει τη συνείδηση και αποκαλύπτει
τη φύση και τις συνέπειες του Κακού, για τούτο και το χριστουγεννιάτικο
μυθιστόρημα - όπως άλλωστε και τα διηγήματα - του Ντίκενς προτάσσουν το
αίτημα να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη και να εκλείψει η φιλαργυρία, γιατί
οι σπόροι του Κακού φυτρώνουν μέσα στην ίδια την ανθρώπινη ψυχή.
Η συμβολική αναγωγή στη μυθολογία της γέννησης και του θανάτου και η
ηχώ από τα άσματα των αγγέλων που περνάει μέσα από τα χριστουγεννιάτικα
δέντρα των ποιητών, στην πεζογραφία αντικαθίσταται από τη σκληρή εικόνα
ενός κόσμου που δεν μπορεί να χαρεί γιατί οι ενοχές του είναι εξίσου
δυσβάστακτες με τις αδυναμίες του. Στις σύγχρονες κοινωνίες η λογοτεχνία
είναι αρνητική, όμως το φως των Χριστουγέννων εξακολουθεί να φωτίζει
τις σκοτεινές πλευρές της, τη χαμένη μας παιδικότητα και τις ονειρικές
πολιτείες της μνήμης.
Πηγή: Το Βήμα.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου