Συνέχεια από 1ο μέρος
Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργυρή, του
αποκλεισμένου από τάς χιονας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σακκον πλήρη
τροφίμων και με αλλά τίνα εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς:
«Πώς το έμαθες, Βασίλη;» του λέγει.
«Το έμαθα, παπά, απ το μαστροΠανάγο το μαραγκό».
«Τί ώρα και πού τον είδες;»
«Κατά τάς δέκα τον ηυρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα.
Είχε φάει ψωμί κι εβγηκε να πιή δυο τρία κρασιά με το ισναφι. Έλεγε πώς
αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σάς εκατακρινε για την τόλμη. Μα εγώ
το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω να ρθω
μαζί σας, αν με παίρνετε».
«Ας είναι, καλώς να ρθης» είπεν ο ιερεύς.
Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικον του λιμένος, κι
έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός και ο πλούς
ευοίωνος ηρχιζε. Ναί μέν εκρυωναν πολύ, αλλ ησαν όλοι βαρεως
ενδεδυμε·νοι. Ο παπάς εκαθισεν εις το πηδάλιον φορών την γουνάν του. Η
πρεσβύτερα είχε το σάλι της το διπλό, η θειά το Μαλαμώ είχε το βαρύ
γουνάκι και την κουζουκά της. Ο μπαρμπα-Στεφανης ήτο με την νιτσεράδα
του, με τον κηρωτον πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμενον υπό τον πώγωνα,
με τα μακρά πτερύγια σκεπαζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο
καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τάς πρεκνάδας και με τάς βούλλας εις
το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μάλλινης καμιζόλας του
ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας.
Ευτυχώς δεν εχιονιζεν, αλλ ο άνεμος ήτο παγερός. Αίθριος ο ουρανός,
σταυρωμένος από τον βορράν. Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε
δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πουλιά
εμεσουρανει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς και η άρκτος και ο
αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω. Η θάλασσα εφρισσεν
υπό την πνοήν του βορρά, και ηκουοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου
την ακτήν, εις ην μελαγχολικως απηντα ο φλοίσβος του ύδατος περί την
πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας.
Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ηρχισε μόλις να
γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του Πλατάνια. Έφεξαν εις τον Στρουφλια,
αντίκρυ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτυων, εξ ου η θέσις
ονομάζεται Κουκ ναριες. Τότε οι επιβαται ειδον αλληλους υπό το πρώτον
λυκόφως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλληλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ώχρα
και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραι και χείρες κοκκαλιασμεναι. Η θειά το
Μαλαμώ ειχεν αποκοιμηθή δίς ήδη υπό την πρύμνην, όπου εσκεπε το πρόσωπόν
της με την μαύρην μανδηλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα
γόνατα. Ο κύρ Αλεξανδρής είχε πάρει δυο τροπάρια παραπλεύρως αυτής,
ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς, αύτη
εκινείτο ευρυθμως ως βρεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπυρος, έκαμνε
συχνές μετάνοιες, και όσον αίμα είχεν, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα
του, ήτις ήτο και το μόνον όρατον μέλος του σώματός του. Η παπαδιά, εν
τη ευσεβεί φιλοστοργία της, είχε κρίνει ότι ωφειλε να τον πάρη μαζί,
αφού δι αυτόν ήτο το ταξιμον. Τον απεσπασεν αποτομως της κλίνης, τον
ένιψε και τον ενέδυσε με δίπλα υποκάμισα, δυο φανελλας, χονδρόν μάλλινον
γελεκιον, διπλούν σακκακι κι επανωφόρι, και περιετυλιξε τον λαιμόν του
με χνοωδες όλομαλλινον μανδήλιον, ποικιλοχρουν και ραβδωτόν, μακρόν
καταπίπτον επί το στερνόν και τα νώτα. Τώρα, παρά την πρύμνην,
αριστεροθεν του παπά καθημενη, αριστερά της είχε τον Σπυρον, και ζητούσα
αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε
σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι ής είχε περιχαρακώσει τον υιόν
της. Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ έπαυε ν
ανταλλάσση αστείσμους και σκώμματα με τον μπαρμπα-Στεφανην, στρεφόμενος
προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:
«Νά, γι αυτονε το Λαμπράκη, το γυιό σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά».
«Και τί πάθαμε, με τ δυναμ τ Θεού;» απηντα η παπαδιά, ήτις, κατά
βάθος, πολύ ανησυχεί με αυτό το παράτολμον ταξιδιον. Ευτυχώς, η παρουσία
του παπά της έδιδε θάρρος.
«Δε μ λές, παπαδιά» είπε με την τραχείαν φωνήν του ο
μπαρμπα-Στεφανης, θελησας ν αστείσθη και με την πρεσβυτέραν, «δέ μ λές,
γιατί λένε: Κυρι ελέησον, παπαδιά! πέντε μήνες δυο παιδιά»;
«Γιατί, μαθές, το λένε;» απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβύτερα. «Πάρε παράδειγμα από μενα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά».
«Θα πή, το λοιπόν, πώς οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές. Μα γιατί;»
«Γιατί οι παπάδες δε λείπουν χρονοχρονικης από κοντά τούς» είπεν η θειά το Μαλαμώ.
«Νά, το Μαλαμώ πάλι το κατάλαβε» είπεν ο παπάς, «δέν σάς το λεγα εγώ;
Εσύ κι ο εξάδερφός σου ο Αλεξανδρης» — εννοών τον ψαλτην — «έχετε
μεγάλον νού».
Ο παπάς δεν έπαυε ν αστεΐζεται με όλας τάς εν τώ πλοιαρίου
ενορίτισσάς του. Εις την μίαν έλεγε: «Μα κείνος ο Θοδωρής» —εννοών τον
άνδρα της— «κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά;» Εις την άλλην: «Μα
δεν είναι καμμία πού να μή θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα
χρόνια τώρα, παραπαν από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμία δεν ευρεθή να πή
πώς δεν θέλει!»
Αλλά το κυριωτερον θύμα του παπα-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
«Δε μου λές, Αλεξανδρή, τί θα πή, τώρα, στην καταβασία των
Χριστουγέννων, ‘ο ανυψώσας το κέρας ημών’; Ποιός ειν αυτός ο ανυψώσας;»
«Νά, ο ανιψιός σας» απήντα ο κύρ Αλεξανδρής, μή εννοών άλλως την λέξιν.
«Και τί θα πή ‘σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;» ηρωτα πάλιν ο παπάς.
«Νά, σκύλα Βαβυλών» απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.
Ταύτα ελεγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τάς κώπας βραδυπορούσα,
δεξιόθεν παραπλέουσα τον Αναγυρον και τον Ασέληνον, αριστεροθεν
πελαγωμένη αντίκρυ των Τρίκερων και του Αρτεμισίου. Ο παπα-Φραγκούλης
εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν.
Και αυτός ο κύρ Αλεξανδρής, αν και ατζαμής περί τα ναυτικά πράγματα,
ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση διά να ζεσταθή. Κι η θειά το Μαλαμώ
εκωπηλατησε σχεδόν επί ημισείαν ώραν. Ευτυχώς, αν και εκρύωναν όλοι, και
αι ψυχραί ριπαί αι κατερχομεναι από των χιονοφορτων ορεων εξυριζον τα
ώτα και τους λαιμούς τών, ειχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν
τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από
τα σύννεφα επ ολιγας στιγμας («ήλιος με τα δόντια γριά με τα χταπόδια!»
ανεκραξεν ο Λαμπράκης) διότι, ενώ την νύκτα ηθρίαζε κι εγίνετο «ο
ουρανός καντήλι», την ημέραν συνηγοντο πάλιν τα νέφη, και ο βορράς
εφαινετο υποχωρών εις τον απηλιωτην, ως να ηπειλείτο βροχη· αλλά μόλις
επροβαλε, κι εφανη ως να έβλεπε ποιά ήτο η υψηλότερα και εγγύτερα κορυφή
εκ των κατάλευκων ορεων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, διά να
σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον
απήλλαξαν του κόπου τούτου.
Η ακριβής απόστασις από του μεσηβρινου λιμένος έως το βορεινοτερον
άκρον της νήσου, όπου επλεον, θα ήτο ως δέκα ναυτικών μιλιών. Ο παπάς
εβλεπεν ότι ηθελον νυκτώσει, πριν φθασωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία
ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεαν, την ωραίαν μελαγχολικήν
κοιλάδα με τάς ελαιοφύτους κλιτύς, με τον Αραδιαν, τον πυκνόν όρυμωνά
τής, με το ρεύμα και τάς πλάτανους και τους νερόμυλούς της. Όταν έφθασαν
εις την Κεχρεαν, συνέβη εκείνο το όποιον ο μέν κακομαντις Πανάγος
προελεγεν, ο δε Στεφάνης δεν ηγνοει, και ο παπα-Φραγκούλης προεβλεπεν.
Είτε τροπή εις τον μαίστρον ήτο, είτε αποθαλασσια και μπουκάρισμα του
κόρφου, τα κύματα ηρχισαν να ογκούνται καταπρωρα του μικρού σκάφους, και
η βάρκα με το λευκόν πανιόν της, και με τον φλοκκον και την αντεννά
τής, ηρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, όμοια με Ελληναλβανον χορευοντα
ηρωικούς χορούς, με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα
τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα.
Αι γυναίκες ηρχισαν να δειλιώσιν. Η θειά το Μαλαμώ ηώτα τον παπά αν δεν
ήτο καλόν ν αποβιβασθώσι και ανελθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεαν να
λειτουργησωσιν, όπως εορτασωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κύρ Αλεξανδρης,
ζαλισθείς, εζαρωσεν εις μίαν γωνιάν, και οι άλλοι επιβαται μεγάλως
ανησυχούν. Μόνον δυο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο
παπα-Φραγκούλης.
Εις των επιβατών επροτεινε ν αραξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, έως
ότου κοπάση ο άνεμος. Ο Στεφάνης και ο ιερεύς συνεννοούντο διά νευμάτων.
Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δυο μέσα ηδυναντο να
δοκιμασωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα· η να συστειλωσι τα ιστία και να
προχωρησωσι με τάς κωπας, καταφρονούντες τον αφόρητον, διά τάς γυναίκας
μάλιστα, σάλον, περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδωντα εις το
σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινως πάσχοντες, η ν αποβιβασθωσιν εις την
ξηράν και να δοκιμασωσιν αν θα εύρισκον όρομισκον τινά, δχί πολύ
πλακωμένον από την χιονα, ώστε να είναι βάτος εις ανθρώπους. Πτυαρια και
αξίνας δυο τρεις είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων
ότι ίσως θα εχρησιμευον διά ν άνοιξη όρομον προς ανεύρεσιν του
αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα-Φραγκούλης απεφανθη ότι, αφού εξ
άπαντος θα ενυχτωναν, καλλιον θα ήτο να δοκιμασωσι το πρώτον, διότι
κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδυναντο να προχωρησωσι διά
θαλασσής, και ύστερον θα ειχον καιρόν να καταφυγωσι και εις την δευτεραν
μέθοδον.
Ήδη ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ητο
τρίτη και ημισεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα
του μπαρμπα-Στεφανη, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχορευεν, εχορευεν
επάνω εις το κύμα, πότε ανερχόμενη εις υγρά όρη, πότε κατερχόμενη εις
ρευστας κοιλάδας, νύν μέν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον,
νύν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς
έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το «Πολλοις συνεχόμενος» έως το
«Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανης εστενοχωρείτο, μή δυνάμενος
επί παρουσία του παπά να έκχυση ελευθερως τάς αφελείς βλασφημίας του,
τάς οποίας έμασα κι έπνιγε μέσα του, υποτονθορυζων: «Σκύλιασε ο
διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμετή σού,
μέσα!» Κι η θειά το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείΟν του Σταυρού, έλεγε το
«Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελαμβανεν: «Έλα, Κ στέ μ ! Βοήθα, Παναΐα μ !»
Και τα κύματα επληττον την πρώραν, επληττον τα πλευρά του σκάφους, και
εισορμωντα εις το κύτος έκτυπων τα νώτα, έκτυπών τους βραχίονας των
επιβατών. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν
αφανισθή. Και η απόρρωξ βραχώδης ακτή εφαινετο διαφιλονεικούσα την
λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης.
Τέλος, ηρχισε να σκοτεινιάζη. Ενυκτωσεν ακριβώς την στιγμήν καθ ην θα
εβλεπον αντίκρυ το Κάστρον, ού απείχον τώρα δυο ακόμη μίλια. Νέφη
συσσωρευμένα προς ανατολας ημποδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της
σελήνης. Αλλ ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθεριευε,
και ο πλούς κατέστη αδύνατός του λοιπού. Δεν εβλεπον πλέον ούτε εμπρός
ούτε δεξιά τίποτε, ειμη δυο δγκούς φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς, ο
μπαρμπα-Στεφανης εγνώριζε καλά το μέρος.
«Εδώ, εδώ είν ένα λιμανάκι, παπά, κατ απ το Πρυΐ, αποκατ απ την Άγια Αναστασία, στα Μποστάνια».
«Θυμάσαι καλά, Στεφανή;»
«Όπως ξερ ς η αγιωσύνη σ τα γράμματα τσ εκκλησιάς απ οξου, παπά, έτσι
κι εγώ τα ξέρω απ οξου όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κι τ ς αμμουδιές,
όλες τις ξέρες κι τα γκριφια κι τα θαλάμια».
Και προσηγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. «Εκεί, εκεί διανασταει».
Υπήρχεν εν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον
από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το
εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθανθησαν πάραυτα
το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις
σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος.
«Πάντα κατευόδιο!» είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κύρ Αλεξανδρης, όστις τότε εξεζαλίσθη κι εσταθη εις τους πόδας του.
Επηδησαν εις εις εξω· εξεφορτωσαν τάς αποσκευάς και ηλάφρυναν την
βαρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματιζετο
μικρά αμμουδιά, όση θα ηρκει διά να σύρη αλιεύς την ψαροπουλάν τού,
γυρμενην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός
υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.
«Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά» είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής, «κι ύστερα
οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράγματα και ν αρχίσουμε σιγά σιγά ν
ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι οι.γυναίκες δ,τι μπορούν».
«Να τώρα τί άξιζε να χα το μ λαρι μαζί μ » είπεν ο Βασίλης της
Μυλωνούς. «Σου είπα, μπαρμπα-Στεφανη, να το μπαρκάρουμε, δε θέλησες».
Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δυο φανάρια πού είχαν. Ο Βασίλης έλαβε
τα πτυάρια και τάς αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ηρχισε να
κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιονα, ώστε
να δύνανται άνθρωποι να βαδισωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον,
το οποίον διεκρινετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός
δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο όρομος από
τάς χιονας, τις οίδεν αν θα ηρκει και το τριπλάσιόν του χρόνου όπως
φθασωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με διπυρα και με ελαίας και επιον
ολίγον οίνον η ρακήν.
Ο Βασίλης επανελθών ανηγγειλεν ότι άνευρε το μονοπάτι, πλακωμένον
πολύ από την χιονα, αλλ ότι με πολύν κόπον, αν προπορευωνται δυο
άνθρωποι και ξεχιονιζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον το
γρηγορωτερον… έως τα μεσανυκτα. Εφορτωθησαν τάς αποσκευας. Ο κύρ
Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης
της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του ελαβον τα πτυάρια και
τάς αξίνας και προπορευόμενοι ηρχισαν να ξεχιονιζωσιν. Ο όρομισκος
ανηρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ αρχάς, ειτα κατηρχετο εις εν
παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επατουν προσεκτικως, ως να εμετρούσαν τα βήματα
τών. Η σελήνη ειχεν απαλλαγή των νεφών και προσεπαθει να φέξη τον όρομον
με το κρυερον φώς της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του όρομου, απεπλανωντο
κι ευρισκοντο αίφνης επί της κορυφής πελώριων βράχων, κάτω των οποίων
άβυσσος ηνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατεβαίνον με τρεμουλιαστά
γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον
κρημνόν ως μικρόν κοπαδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις
την μάνδραν από τους δυο βοσκούς του, οίτινες το ανεζητησαν κρατούντες
φανάρια, και μακροθεν αν τους έβλεπε τίς, ηδυνατο να τους εκλάβη ως
συστρεφόμενον κρικωτον τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με
τους δυο φανούς. Με όλον το ξεχιονισμα, το οποίον εννοεί τις ποσόν
ατελώς ενηργείτο, επατουν ενίοτε σφαλερώς κι εχωνοντο ως το γόνυ και ως
τον μηρόν εις την χιονα.
Επλησίαζε μεσάνυκτα όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου,
μισοπνιγμενοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιονα,
μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.
Εκεί επάνω, πριν διελθωσι την γέφυραν, από την σιδερόπορταν του Κάστρου ηκουσθησαν φωναίι:
«Ποιοί είστε; Ποιοί είστε;»
Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμενων στροφέων, ως να
εδοκίμαζε τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκουσθη δε και μικρός
κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκιού.
«Καλοί! Καλοί! Πατριώτες!» απηντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής. «Μα εσείς ποιοί είστε;»
«Πέστε μας τα ονόματά σας!»
«Ημείς είμαστε…» ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλευετο τον παπάν.
«Μπά! αύτη είναι η φωνή τ αδερφού μου» ανεκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς.
Και είτα εντεινας την φωνήν:
«Αργύρη, εγώ είμαι!» εφώναξε.
«Τόσο καλύτερα… μάς έβγαλαν κι από έναν κόπο» εψιθυρισεν ο ιερεύς.
Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνηντησαν τον Αργυρήν της Μυλωνούς και
τον σύντροφόν του, τον Γιαννην τον Νυφιωτην. Ούτοι εν ολιγοις
διηγηθησαν πώς τους είχε κλείσει το χιόνι επάνω στο Στοιβωτο, όπου
ετρυπωσαν δυο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τάς
22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθερωσαν εκείθεν, εκτοπισαντες
μεγάλους όγκους χιόνος, δυο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κονιζάς και ο Γιώργης
ο Μπάντας, οίτινες και ευρισκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το
αιπολιον των εις το φρούριον.
Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγραψαμεν, ήτο γιγαντιαίος
βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γής προς τον
πόντον, ως να εδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την
προεκαλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος, όπου γλαύκες και
λάροι ηριζον περί κατοχής, διαφιλονεικουντες πού αρχίζει η κυριότης του
ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του βορρά
και των γειτόνων του, του καικιου και του αργεστου, ών το στάδιον ευρύ
εκτείνεται αναμεσον της Χαλκιδικης, του Θερμαίκου, του Ολύμπου και του
Πηλιου μεμονωμένος υψιτενης βράχος, εφ ού οι κάτοικοι εξ ανάγκης ειχον
κλεισθή διά φύλαξιν κατά των πειρατών και των βάρβαρων, εγκαταλιποντες
αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη.
Μέχρι προ ολίγων ετών εσωζοντο ακόμη οικιαι τινές με τάς στεγας και τα
πατωματά των εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των
δημοτικών άρχων, ο οκνός των ανθρώπων εις το να επισκεπτωνται το Κάστρον
συχνοτερα, και η ασυνειδησία ολίγων τίνων συλαγωγων, πλεονεκτών η
οικοδομών, είχε καταστήσει ερειπιών σωρόν το Κάστρον. Εντεύθεν
αμελησαντες και οι εφημέριοί της σημερινής πολίχνης, άφηναν από ετών ήδη
αλειτούργητον τον ναόν της Χριστού Γεννήσεως, κατ αυτήν την ημέραν της
εορτής.
Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο
ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και δχί
πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθασαντες εισηλθον
τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθανθη θάλπος και
γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθυρισε μετ ενδομύχου συγκινήσεως το
«Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ
στάνα της την βρεγμενην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ νάκι της
το καλό, τα οποία ευτυχώς ειχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την
πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμόκλαδων και
ηρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν
επιμελώς τα κανδηλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυο μανουάλια,
και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον
του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού
τοίχου, κλειόμενον υπό σωζόμενου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κι
εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του Ιερού
Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τώ μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον
λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο
Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το
επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τάς
περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην
εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη»,
όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου
Λεχούς, όπου ζωνταναι παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και
των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στιλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος
και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελαλει, φαντάζεται
τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!
Εν τώ μέσω δε κρεμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολυκλαδος πολυέλεος,
και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τάς εικόνας των Προφητών και
Αποστόλων, υφ ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών
ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσιων και Ομολογητών.
Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τώ Παραδείσω,
ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα.
Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον
θώρακα, τάς περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως
βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου
διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην.
Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος
αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν
σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν
του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και
συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον εκ
της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλιττης. Δία δώρων και θυσιών
εζητει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδιον, και διά του παιδιού
την μητέρα. Αλλ ο παίς, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού
το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς
εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το
τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον.
Και εις την χηβαδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαινετο στεφανουμενη
υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτερω, περί το θυσιαστήριον,
ίσταντο, άρρητον.σεμνότητα αποπνεουσαι, αι μορφαι των μεγάλων Πατέρων,
του Αδελφοθεου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και
εφαινοντο ως να εχαιρον διότι εμελλον ν ακουσωσι και πάλιν τάς ευχας και
τους ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ,
και εντός και εκτός, εικονιζετο περιτεχνως όλον το Δωδεκαορτον και τα
τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο
ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας.
Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισηλθον εις τον ναόν του Χριστού,
τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν τών, ώστε, αν και ησαν κατάκοποι, αν και
ενυσταζον τινές αυτών, ησθανθησαν τόσον την χαράν του να ζωσι και του
να εχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας τών, εις τον ναόν του
Κύριου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι,
ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνιζωσι καθήμενοι, και ενίοτε
όπως εξαπλωνωνται και κλεπτωσιν από κανέναν ύπνον τυλιγμένοι με τες
καππες των παρά το πύρ, είχον ανάψει έξω δυο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν
του Ιερού Βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η
θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη βοήθεια των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και
είχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί
καταφυγοντες αιπόλοι, με τάς ολιγας αίγας και τα ερίφια τών, όσα δεν
είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκεινού, οι τραχείς
αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δυο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού
της χιονος. Και ειτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και εψαλη η λιτή της
μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ ο ο κύρ Αλεξανδρής ήρχισε τάς αναγνώσεις, και
όσοι ήσαν νυστασμενοι, απεκοιμηθησαν σιγά εις τα στασίδια των (ά!
εμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να
καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλειπωνται
όλως, ως φορτικόν τί και παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και
μονότονον απαγγελίαν του κύρ Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του
αμίμητου εκείνου τύπου των ψαλτών, ών το γένος εξελιπε δυστυχώς σήμερον.
Έψαλλε κακώς μέν, αλλ ευλαβώς και μετ αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον
δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ
κώλον τα ήνου εις έν, πότε δυο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσαρα. Αλλά
προκριτωτέρα η αμάθεια της δοκησισοφίας…
Αλλ οτε ο ιερεύς εξελθων έψαλε το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννηθη
ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Άγίων εφανησαν ως να εφαιδρυνθησαν εις
τους τοίχους. «Ακολουθησωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κύρ
Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλεον
με τάς λαμπάδας όλας ανημμένας. «Αγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί»,
και εσεισθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά
πάθους ψάλλοντος: «Δόξα εν υψιστοις λέγοντες τώ σήμερον εν σπηλαιω
τεχθεντι», και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον
Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ούς, αναγνωρισαντες οικείον
αυτοίς τον ύμνον.
Και ειτα ο ιερεύς επήρε καιρόν και ήρχισε να προσφέρη τώ Θεώ θυσίαν αινέσεως.
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί εξωθέν του ναού. Εξηλθον τινές των ανδρών να
ίδωσι τί τρέχει. Εξήλθε κι η θειά το Μαλαμώ, κι ο κύρ Αλεξανδρης έμεινε
με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και
διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς ερριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον
ψαλτην και τον εκαρφωσεν εις την θέσιν του.
τάς φωνας ειχον ρηξει ο είς των αιπόλων και ο είς των υλοτόμων,
οίτινες ετυχον καθημενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικως του ναισκου. Δία
των φωνών τούτων ειχον απαντήσει εις τίνας κραυγας ελθουσας απ αντίκρυ,
εκ της θαλάσσης.
Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρουπη,
εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαι ηρχοντο
ακριβώς εκ της γειτονιάς των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων, υπό την
φοβεράν ακτήν του Κουρουπή.
Παρήλθε πολλή ώρα έως ου εννοησωσι τί τρέχει. Όλοι σχεδόν οι
εκκλησιαζόμενοι ειχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις
εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμενος ήδη τα ιερά άμφια,
ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν, και ο κύρ Αλεξανδρης, τον
οποίον εκρατει το βλέμμα του ιερέως.
Εν τουτοις, κατ εικασίαν μάλλον η εκ βεβαιας πληροφορίας, ενοησαν ότι
εκεί, υπό τον Κουρουπη, είχε προσαράξει πλοίον από του πελάγους
ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει και ο πυρσός δεν ερριπτε πόρρω το φώς.
Εβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλιού σχεδόν, επί του
μαυρισμένου όγκου των αλικτυπων βράχων, εβλεπον σώμα τί αμυδρώς
κινούμενον, μελανωτερον των βράχων. Αντηχούν εν τη σιγή της νυκτός,
μεγεθυνομεναι από τάς ηχούς, κραυγαι αγωνιάς και ταραχής, όμοιαι μ
εκεινας τάς οποίας εκχυνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί
σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδιά ειχον πρόχειρα
ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Αλλο μέσον βοήθειας δεν
είχον ταχύ.
Εν τουτοις, ο Στεφάνης ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιωτης ο
Γιάννης και ο Αργυρής και ο αδελφός του ελαβον ανά ένα δαυλόν και τα δυο
φανάρια, και απεφασισαν να κατελθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν.
Αλλ εάν ο κρημνώδης ορμίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειαζετο σχεδόν
ημίσεια ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο
χιονισμένος, και ήτο νύξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσανυκτα, ούτε μία ώρα δεν
θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και
να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.
Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκεινής
φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός
προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν
την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθασασα πνεύση η
παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, εκείνοι
ελαβον τους δαυλούς των και έτρεξαν έξω της πύλης και της γέφυρας, και
ηρχισαν να τρεχωσι τον κατήφορον.
Οι λοιποί, μειναντες επάνω, ησχολούντο ν ανανέωσιν ολονεν την φλόγα, μή παύοντες να ριπτωσι ξηρά κλαδιά εις το πύρ.
Ο ιερεύς εβραδυνεν επίτηδες εις την πρόθεσιν, κι εμνημόνευσε την
πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν ααθαμένα, ού μόνον τα ιδικά του και των
ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ού μόνον όσα
είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνωριζεν εγνώριζε δ εκ μνήμης όλα
τα ονόματα της πολίχνης, ααθαμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως
του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ού, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως
είχεν εννοήσει τα συμβάντα.
Τέλος, αι κραυγαι μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη
ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει η ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δυο άλλοι
άνδρες ανησυχησαντες εξηλθον έως την Άγιαν Κυριακήν, πέραν της ξύλινης
γέφυρας, με δυο πυρσούς εις τάς χείρας.
Παρηλθεν ολίγη ωρα· ο ιερεύς αργά αργά εμβηκεν εις την λειτουργίαν,
ελπίζων να ηρχοντο εν τώ μεταξύ και οι απόντες. Αλλ η λειτουργία
προυχωρει και ψύχη δεν εφαινετο. Τέλος, εις το «Μετά φόβου Θεού»,
επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθοντες προς επισκόπησιν, ειτα
εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανης και οι μετ αυτού καταβαντες εις τον
αιγιαλόν, και μετ αυτόν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με
κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθωσι τάς εικόνας και
λαβωσι το αντίδωρον.
Ενώ ο κύρ Αλεξανδρης ανεγίνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες
εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξόκειλαν πλοίο ν ήτο το
γολεττι του καπετάν Κωσταντη του Λημνιαραιου, αυτοπροσώπως παρόντος
εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο
τα έξης: Προ δυο ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον
μεσημβρινόν όρμον του Αγιου Όρους, αλλ ο βορειάς τον εζουριασε, αι
αλυσίδες των αγκυρών του εκοπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη
διά μιάς δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τάς δυνάμεις του
να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου
λαιμού της Χαλκιδικης, όπου άμα εισπλεύση τίς, δεν βλέπει πλέον πόθεν
εισεπλευσεν, αλλ όπου δυσκολως εισπλέει τίς. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην
μεσόγειον, μή έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής. Και το
γολεττι, ζυλαρμενον, μετά ματαιας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της
τρικυμίας προς τάς νήσους, όπου, την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων, οι
αγωνιωντες ναυβαται είδον έξαφνα φώς, ως φάρον οδηγούντα αυτούς, τους
πυρσούς, ούς είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς
αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφανη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως
να εθερμαινοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι
ακούσαντες το «Δόξα εν υψιστοις». Επλησίασαν, φερόμενοι μάλλον η
πλέοντες, προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβωσιν
εις τους βράχους του Κουρουπη. Ευτυχώς, δι επιτήδειου χειρισμού απεφυγον
την καταστροφήν κι εκαθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου
τόσον καλά ήτο εξησφαλισμενον, όσον δεν ηδυνατο να είναι με τάς δυο
άγκυράς του, τάς μεινασας ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.
Εφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμηθησαν να
σφαξωσι και ψησωσι δυο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δυο υλοτόμοι είχαν φέρει
από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν
Κωσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διετρεχεν
όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απώθηση
προς το πέλαγος, ανεβιβασε δυο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλαθών με
αυγά και κχσκχβαλι της Αίνου, και ημισειαν δωδεκάδα Όρνιθας και μικρόν
βυτίον με σκομβρια. Και εφαγον πάντες και ηυφρανθησαν, εορτασαντες τα
Χριστούγεννα μετά σπάνιας μεγαλοπρέπειας επί του έρημου εκεινού βράχου.
Την νύκτα εκοιμηθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και
καπποτες, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισται είχαν φέρει μεθ
εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου
φιλότιμος καραβοκύρης εκομισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ, και
επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος, απεφασισαν ν απέλθωσιν. Ο
μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δυο άλλων βοηθών επανήλθον εις την
μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν
αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από σοφράν εις το
βορειοανατολικόν μέρος. Τη βοήθεια της δυνατής βάρκας του
μπαρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λήμνιου κυβερνήτου, τόσοι
βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβραδυναν να ξεκαθισωσιν από την άμμον το
γολέττι, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ εφαινετο ως μαλακώς
πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κοπών. Και αποχαιρετισαντες
τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μέν εις το γολεττι, οι δε εις την
βαρκαν, πότε ρυμουλκούμενην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με
κωπας πλέοντες, διά της βορειανατολικης οδού την φοράν ταύτην, ως
συντομωτερας και ευπλοώτερας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την
πολίχνην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου