Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Η διπλή γιορτή

Ἡ δι­πλὴ γι­ορ­τή


 Την ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ γι­όρ­τα­σαν οἱ Χρι­στια­νοὶ τὴ Λαμ­πρή τους καὶ οἱ Τοῦρ­κοι τὸ μπα­ϊ­ρά­μι τους – ἔ­τσι ἔ­τυ­χε.

Ἡ γρῃ­ὰ ἡ κλη­σά­ρισ­σα τῆς Σω­τή­ρας, τὰ με­σά­νυ­χτα τοῦ Με­γά­λου Σαβ­βά­του, ἀ­φοῦ ἔ­κα­μαν οἱ Χρι­στια­νοὶ Ἀ­νά­στα­ση κι’ ἀ­πό­λυ­σεν ἡ ἐκ­κλη­σιά, κλεί­στη­κε στὸ κελ­λί της μέ­σα, δι­πλο­αμ­πά­ρω­σε τὴν πορ­τί­τσα της κ’ ἔ­βα­λε γιὰ κα­λὸ καὶ γιὰ κα­κὸ ἀ­πὸ πί­σω καὶ τὸ φορ­τσέ­ρι της γε­μά­το μ’ ὅ­λο της τὸ νοι­κο­κυ­ριό, για­τὶ τὸ τούρ­κι­κο ξε­φάν­τω­μα μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­σπά­σῃ ἀ­πά­νω της.

       Ἔ­ξαφ­να χτυ­πᾷ τρεῖς φο­ρὲς ἡ πόρ­τα της, τάκ, τάκ, τάκ…

      Ἄλ­λες τρεῖς φο­ρὲς χτύ­πη­σε κ’ ἡ καρ­διὰ τῆς κλη­σά­ρισ­σας.

      — Ἂν εἶ­σαι Χρι­στια­νὸς νὰ σὲ πο­λυ­χρο­νά­ῃ ὁ με­γα­λο­δύ­να­μος, κι’ ἂν εἶ­σαι Τοῦρ­κος πά­λι κα­λῶς ὥ­ρι­σες.

      — Ἄ­νοι­ξε γλή­γω­ρα γει­τό­νισ­σα καὶ μὴ φο­βᾶ­σαι, ἐ­γὼ εἶ­μαι.

      — Μπά! ἐ­σύ ‘σαι γει­τό­νισ­σα; Καὶ τί γυ­ρεύ­εις τέ­τοι­αν ὥ­ρα;

      …Ἡ πορ­τί­τσα τοῦ κελ­λιοῦ ἀ­νοί­γει. Τὸ κα­τά­λευ­κο κού­φτα­λο, ἡ κλη­σά­ρισ­σα, ὑ­πο­δέ­χε­ται τὸ κα­τά­μαυ­ρο σκέ­λε­θρο, μιὰ γρῃ­ὰ Ἀ­ρα­πί­να, φι­λε­νά­δα της, ποὺ κα­θό­τα­νε μέ­σα σ’ ἕ­να χά­λα­σμα τῆς γει­το­νιᾶς. Ἡ πορ­τί­τσα ξα­νά­κλει­σε. Ἡ Ἀ­ρα­πί­να μι­λεῖ πρώ­τη:

      — Τώ­ρα ποὺ ‘σύ­χα­σ’ ὁ κό­σμος ὅ­λος κ’­οἱ χα­ρο­κό­ποι τρα­βή­χτη­καν στὰ σπί­τια τους, ἦρ­θε κ’ ἐ­μέ­να ἡ ἀ­ρά­δα μου νὰ γι­ορ­τά­σω τὸ μπα­ϊ­ρά­μι μου στὸ τρυ­πο­σπι­τό μου μέ­σα. Ἔ­κα­μα ν’ ἁ­πλώ­σω πά­νω σὲ κἄ­τι πέ­τρες τ’ ἀ­πο­φά­για τῶν ἀ­γά­δων πού ‘χα σ’ ἕ­να χαρ­τὶ τυ­λιγ­μέ­να, καὶ τό­τες σὲ συλ­λο­γί­στη­κα, ζά­βα­λι γει­τό­νισ­σα, κλει­σμέ­νη κα­τα­μό­να­χη στὸ κελ­λί σου, ξη­με­ρώ­νον­τας ἡ Λαμ­πρή σας· σὲ ψυ­χο­πό­νε­σα, τύ­λι­ξα πά­λι τ’ ἀ­πο­φά­για, καὶ εἶ­πα μέ­σα μου: «Κα­κό­μοι­ροι Χρι­στια­νοί! σκλά­βοι καὶ σεῖς, σκλά­βοι καὶ μεῖς. Πιὸ φτω­χοὶ ἐ­μεῖς, μὰ πιὸ δυ­στυ­χι­σμέ­νοι ἐ­σεῖς, για­τὶ γι­νή­κα­τε δοῦ­λοι στὸν ἴ­διο τὸν τό­πο, ποὺ μιὰ φο­ρὰ ἤ­σα­στε ἀ­φεν­τι­κά.» Ἂς πά­ω λοι­πόν, εἶ­πα, νὰ γι­ορ­τά­σω­με μα­ζί, αὐ­τὴ τὴ Λαμ­πρή της κ’ ἐ­γὼ τὸ μπα­ϊ­ρά­μι μου. Ξε­κί­νη­σα κ’ ­ἦρ­θα.

      Κι ἀ­κούμ­πη­σε τὸ μι­κρό της τὸ δέ­μα ἀ­πά­νω στὸ τρι­κλὸ τρα­πε­ζά­κι τοῦ κελ­λιοῦ.

      Ση­κώ­νε­ται τό­τες ἡ κλη­σά­ρισ­σα γε­λα­στὴ καὶ ψά­χνει μέ­σα στὴν κα­σέ­λα της. Βγά­ζει ἕ­να κόκ­κι­νο αὐ­γὸ καὶ τὸ δί­νει στὴν Ἀ­ρα­πί­να.

      Τὸ παίρ­νει ἐ­κεί­νη μ’ εὐ­χα­ρί­στη­σι με­γά­λη, ση­κώ­νει τὸ χέ­ρι της ψη­λὰ καὶ τὸ πα­ρα­τη­ρεῖ γύ­ρω γύ­ρω στὸ φῶς τοῦ λυ­χνα­ριοῦ, μὲ χα­ρὰ μι­κροῦ παι­διοῦ καὶ τὸ θαυ­μά­ζει σἂν κα­νέ­να σπά­νιο καὶ πε­ρί­φη­μο πρᾶμ­μα.

      Ἡ γρῃ­ὰ ἡ κλη­σά­ρισ­σα ἔρ­χε­ται σι­γὰ σι­γά, κά­θε­ται κον­τά της, καὶ ἔ­ξαφ­να κά­νει τσὰκ μί­α, καὶ τῆς τὸ σπά­ζει μὲ τὸ ἄλ­λο κόκ­κι­νο αὐ­γὸ ποὺ εἶ­χε κρυμ­μέ­νο στὸ ἄλ­λο της τὸ χέ­ρι, ξε­καρ­δι­σμέ­νη στὰ γέ­λια γιὰ τὸ κα­τόρ­θω­μά της.

      Τὸ κελ­λί εἶ­ναι μι­σο­σκό­τει­νο. Τὸ λυ­χνά­ρι μό­λις καὶ φέγ­γει. Ζυ­γώ­νουν κον­τὰ κον­τά, μά­γου­λο μὲ μά­γου­λο, τὰ δυ­ὸ γε­ρον­τι­κὰ κε­φά­λια, κά­τα­σπρο τὸ ἕ­να, κα­τά­μαυ­ρο τὸ ἄλ­λο, καὶ φι­λι­οῦν­ται…

Πη­γή: Δη­μή­τρης Καμ­πού­ρο­γλου, Ἡ Κυ­ρὰ Τρι­σεύ­γε­νη κι ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα, Εἰ­δι­κὴ ἔκ­δο­ση γιὰ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τὸ «Βῆ­μα», Ἀ­θή­να, 2009 [α΄ ἔκ­δο­ση 1900].

 Αναδημοσίευση από http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com



1 σχόλιο:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...