π. Γρηγόριος Παπαθωμάς, Το δίδυμο κανονικό σύστημα του «Αυτοκεφάλου» και του «Αυτονόμου», Α. Κ. Βαβούσκου-Γ. Μ. Λιάντα, Οι θεσμοί του Αυτοκεφάλου και του Αυτονόμου Καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες-Πηγές), Θεσσαλονίκη, εκδ. Μέθεξις, 2014 (Βιβλιοπαρουσίαση)
Η ομιλία
του Καθηγητή του Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών στην παρουσίαση του βιβλίου: Βαβούσκος Α.-Λιάντας
Γ., Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη
Εκκλησία από τις εκδόσεις Μέθεξις
Αποτελεί γεγονός σπάνιο το να γίνεται
δημόσια συζήτηση για τα κανονικά συστήματα του Αυτοκεφάλου και του
Αυτονόμου, λόγω της πληθωρικής και πολύπτυχης ιδιαιτερότητάς της τόσο
για την Εκκλησία όσο και για την Πολιτεία. Το Αυτοκέφαλο, όπως και το
Αυτόνομο, βρίσκεται πολύ ψηλά στον πίνακα Θεμάτων, με τα οποία θα
ασχοληθεί η Αγία και Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος την Πεντηκοστή του 2016
στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, αυτά, όπως θα δούμε στην συνέχεια, δεν
υπήρξαν μόνον κανονικά συστήματα της Εκκλησίας, αλλά και σηματοδότες πολιτισμού στον ευρύ ορίζοντα της Ανθρωπότητας.
Η αναγνωστική κατανόηση ή κατανόηση των
κειμένων, και μάλιστα όταν αυτά είναι επίσημα, είναι μία σύνθετη
γνωστική διαδικασία. Προκύπτει από την επιτυχημένη ενεργοποίηση και
συνεργασία παραγόντων γνωστικών και γλωσσικών. Όταν ο αναγνώστης είναι
ειδικός ή μυημένος στο περιεχόμενό τους, τότε η αναγνωστική κατανόηση
αφορά όχι μόνον στα επιστημονικά πεδία της Φιλολογίας και της
Παιδαγωγικής, αλλά και σε εκείνα της Θεολογίας και της Νομικής, και
ειδικώτερα σε εκείνα του Εκκλησιαστικού και του Κανονικού Δικαίου. Όταν,
από την άλλη μεριά, ο αναγνώστης είναι μη ειδικός ή αμύητος στο
περιεχόμενό τους, τότε η αναγνωστική κατανόηση μπορεί να γίνει μαθητεία
και μέθεξη σε μία εμπειρία που έχει αποδεδειγμένα συμβάλει στην
πολιτισμική άνδρωση της Ανθρωπότητας. Το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα
εδώ απευθύνεται αδιάκριτα και στον ειδικό και τον μη ειδικό της
θεματικής του, αλλά και στον μυημένο και τον αμύητο μελετητή και
αναγνώστη.
Και ακόμη, στο πλαίσιο του Εκκλησιαστικού και του Κανονικού Δικαίου, το κείμενο μπορεί να είναι στόχος αλλά και μέσο. Είναι στόχος
στο πλαίσιο αυτών των συγκεκριμένων επιστημονικών πεδίων, τα οποία
αφορούν στη μελέτη της πορείας του Εκκλησιακού σώματος στην διαχρονική
του προσέγγιση. Είναι, επιπλέον, και μέσο στο
πλαίσιο των σχέσεων της Εκκλησίας με τα άλλα κοινωνικά μεγέθη (Πολιτεία,
κοινωνία, κλπ.), για τις οποίες (σχέσεις) το κείμενο είναι εργαλείο
έκφρασης διαλεκτικής σχέσης και φορέας διακριτών ρόλων, κ.ά. Όπως και αν
δούμε το κείμενο και την λειτουργία του στην θεσμική ζωή, η ανάγκη
κατανόησής του από τον αναγνώστη αναδεικνύεται ως ενέργεια ιδιαίτερης
σημασίας. Η κατανόηση του κειμένου συνεπάγεται την κατάκτηση του
νοήματός του και την αναπλαισίωσή του κατά τρόπο δημιουργικό. Έτσι,
κατανοώντας το κείμενο, ο μελετητής είναι σε θέση να υπερβεί ό,τι ρητά
δηλώνει η αλληλεπίδραση μορφής και περιεχομένου, και να πειραματιστεί με
υπόρρητες δηλώσεις του κειμένου. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης οδηγείται
από την κατάκτηση της δόμησης στην διαδικασία της αποδόμησης
του κειμένου και της περαιτέρω ανάλυσής του από τον ίδιο. Και όταν
μετέλθει όλα αυτά τα στάδια μελέτης του, τότε μπορεί ευκολώτερα να
διακρίνει την προοπτική και να αποτιμήσει τα αποτελέσματα του κειμένου.
Οι δύο συγγραφείς μας, οι συνάδελφοι Αναστάσιος Κ. Βαβούσκος και
Γρηγόριος Μ. Λιάντας, με το βιβλίο τους, μας καλούν όλους μας, ειδικούς
και μη ειδικούς αδιακρίτως, με τα κείμενα που μας προσφέρουν ως Πηγές
και ως Μελέτες σε αυτό, να υιοθετήσουμε μία παρόμοια ή ανάλογη
προσέγγιση στην ανάγνωσή του. Ας δούμε, όμως, κάποιες πτυχές της
εργασίας αυτής.
Πρώτα απ’ όλα, το βιβλίο αυτό δεν είναι
για τους συγγραφείς η πρώτη τους συγγραφική ούτε η πρώτη τους ακαδημαϊκή
εμφάνιση· είναι απαύγασμα μεγάλης εκτάσεως σπουδής και έρευνας, γιατί
τόλμησαν με “συλλογικό κόπο και πόνo” και ανίχνευσαν την άκρως
απαραίτητη sinequanon “συνθήκη”, που γεννά πολιτισμό, χωρίς τον οποίο οι
ανθρώπινες κοινωνίες θα περιορίζονταν στην απλή επιβίωση και
αναπαραγωγή. Θα επιχειρήσουμε με πολύ αδρές γραμμές να προσεγγίσουμε
εγγύτερα το βασικό διάγραμμα της θεματολογίας των συγγραφέων και να
καταγράψουμε τις βασικές συντεταγμένες, επί των οποίων ξεδιπλώνονται οι
αναπτύξεις τους για τα επίσημα εκκλησιο-κανονικά κείμενα, που ακολουθούν
τις προλεγόμενες εισαγωγές τους. Το βιβλίο κατ’ ουσίαν είναι χωρισμένο
σε δύο μεγάλες θεματικές ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, έχουν τεθεί δύο
αξιόλογες επιστημονικά μελέτες με εκτενή εισαγωγικά σημειώματα των δύο
συγγραφέων, όπου ο καθένας εκφράζεται από ένα διαφορετικό και δικό του
μετερίζι, και παρέχεται η δυνατότητα μέθεξης και εμπεριστατωμένης μύησης
του μελετητή στο μεγάλο και παγκόσμιας σημασίας, όπως θα φανεί στην
συνέχεια, δίδυμο αξονικό γεγονός του Αυτοκεφάλου-Αυτονόμου, με απορροές
όχι μόνον εκκλησιαστικές αλλά και πολιτικές. Σε αυτήν την εισαγωγική
ενότητα παρατίθενται οι αναγκαίες εννοιολογικές διακρίσεις, η παρουσίαση
των Πηγών και γίνεται προσπάθεια προσπέλασης της σχέσης, που υπάρχει
ανάμεσα στην Εκκλησία και την Πολιτεία, στον κοινό τόπο δηλαδή για τα
δύο αυτά μεγέθη, που απαρτίζουν τα νομοκαταστατικά κείμενα των
Αυτοκεφάλων κατά τόπους Εκκλησιών. Τα κείμενα αυτά κατακλύζουν το
δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου συγκροτείται ένα σύγχρονο ενιαίο Corpus Θεμελιωδών συστατικών Κειμένων για τις Ορθόδοξες κατά τόπους Εκκλησίες.
Ειδικώτερα, στο θεωρητικό μέρος του πονήματος, που συναπαρτίζει και το ερευνητικό μέρος του, γίνεται αναφορά στο κανονικό σύστημα
του εκκλησιακού Αυτοκεφάλου και στον θεσμικό πρόδρομό του, το
εκκλησιακό Αυτόνομο, και αναδεικνύοναι εκεί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά
αυτού του δίδυμου διαχρονικού συστήματος της Εκκλησίας. Στο δεύτερο
νομοκαταστατικό μέρος της εργασίας παρατίθενται σε δομή ολότητας και
στην πλήρη τους μορφή εκείνα τα συστατικά κείμενα που προσφέρουν θεσμική
υπόσταση στις κανονικώς υπάρχουσες σήμερα Αυτοκέφαλες και Αυτόνομες
Εκκλησίες.
Ο μελετητής, ωστόσο, που θα αναζητήσει
στο παρόν βιβλίο μια απλή εξοικείωση με νομικές ρυθμίσεις γύρω από την
οργάνωση και δράση των συνοδικών οργάνων του Εκκλησιακού Σώματος,
ασφαλώς θα αναγκασθεί να αναθεωρήσει την θέση του μπροστά στο πλήθος των
προκλήσεων, που από την αρχή θα συναντήσει στο έργο αυτό. Πόσο μάλλον,
όταν ο μελετητής αυτός είναι, π.χ., και νομικός και βλέπει τις
παραστάσεις του για το Δίκαιο και την Νομική επιστήμη να αναμετρώνται με
την πληρότητα της Θεολογικής αλήθειας, που διαρρέει τους εισαγωγικούς
λόγους των συγγραφέων του βιβλίου και τα μνημειώδη κείμενα της
Αυτοκεφαλίας, που ανέδειξαν πολιτισμό και που εμπλουτίζουν την αδιάτμητη
δισχιλιετή παράδοση της Κανονικής Οικονομίας της Εκκλησίας.
Έτσι, από το παρόν έργο της πεφιλημένης
δυάδος των συγγραφέων αναδύεται ξεκάθαρα, ότι το Κανονικό Δίκαιο
προσλαμβάνει την μορφή και την ακρίβεια ή, ακόμη, και την θετικότητα
οιονεί «θετικής επιστήμης» και στους τρεις (3) αξονικούς Πυλώνες του,
που δομήθηκε και αναπτύχθηκε δια μέσου των αιώνων των δύο χιλιετιών:
1. Κανονοθεσία
2. Κανονολογία (ερμηνεία και ερμηνευτική μετα-κανονοθετική εμβάθυνση)
3. Διδασκαλία (έρευνα, συγγραφή, εκπαίδευση και διαποίμανση)
Εξάλλου, ο κόσμος δεν γράφεται μόνον με
ύλη. Οι συγγραφείς μεταμορφώνουν την ύλη σε πνεύμα και σε ερμηνεία, και
την ερμηνεία σε εμβάθυνση και σε έρευνα, και την έρευνα σε επανάσταση,
που συνθηματολογεί αθώα και πεισματικά: ναι στην έρευνα, ναι στην ποίησή
της… Και τότε, μία ήπειρος εκπλήξεων ξανοίγεται μπροστά μας με
απροϋπόθετες εξελίξεις, γιατί οι εκπλήξεις γεννιώνται, δεν
υπαγορεύονται…, κάτι σαν τον τύμβο της Αμφίπολης… Και στην έκπληξη
οδηγεί η σαφήνεια των στόχων…
Επιπροσθέτως, η εργασία των δύο
συναδέλφων συγγραφέων, συνιστά μία μελέτη αυστηρά κανονιστική με
ενάργεια καθολικής θεώρησης, που δεν παραβλέπει τις εξελίξεις του
σύγχρονου Δικαίου και δεν διστάζει να αποκαταστήσει την σχέση του
τελευταίου με την Θεολογική αλήθεια. Δεν υιοθετεί μία στενά πρωτογενή
εκδοτική προσέγγιση των νομοκαταστατικών Χαρτών, αλλά πραγματεύεται
κυρίως την γενικώτερη λειτουργία και την χρησιμότητά τους,
παρουσιάζοντας, επιπλέον, και τρόπους αξιοποίησης αυτών των θεμελιωδών
κειμένων στο πλαίσιο της εκκλησιακής και της πολιτειακής
καθημερινότητας. Η προσέγγισή τους είναι ιστορικοκανονική και,
ταυτόχρονα, αυτή υιοθετεί την οπτική των επιστημών έκδοσης Καταστατικών
κειμένων. Αν και η ανάλυσή τους δεν είναι εξαντλητική (ποιός εξάλλου και
για ποιά έκδοση θα μπορούσε να ισχυρισθεί το αντίθετο;), προσφέρει μία
μάλλον πλήρη εικόνα της λειτουργίας και των πραγματολογικών δεδομένων
της εκασταχού Κεντρικής Εκκλησιαστικής σκηνής και των (κατά τόπους
κυρίως) Εκκλησιών σε σχέση και με την Πολιτεία, ιδίως όσον αφορά στις
Χώρες με ορθόδοξη πλειοψηφία και στον ορθόδοξο εν γένει χώρο ανά την
Οικουμένη.
Ο τόμος αυτός, από μία άλλη οπτική,
εστιάζει σε δύο «αντικείμενα» μελέτης των θεωρητικών επιστημών, τα οποία
είναι φορτισμένα θετικά ως κοινωνικές, καταξιωμένες διαχρονικά,
παράμετροι: την θεολογία και τον πολιτισμό. Στο πλαίσιό του αναλύονται οι τρόποι με τους οποίους τα εκκλησιακά συστήματα
του Αυτοκεφάλου και του Αυτονόμου «διαχειρίζονται» τον «υλικό»
πολιτισμό (ή το «περιεχόμενό» του), κοινωνώντας τον σε διαφορετικές
ομάδες λαών και λαοτήτων. Τα κείμενά του αφορούν στους κυριώτερους
θεσμούς των κοινωνιών και των λαών της νεωτερικής, πρωτίστως,
Κεντρο-Ανατολικής Ευρώπης, μέσω των οποίων το Κράτος και η οργανωμένη
και θεσπισμένη Κοινωνία επιχειρούν να «μεταβιβάσουν», να διδάξουν, να
παρουσιάσουν και να προβάλουν τον πολιτισμό και την κουλτούρα τους (ή
ό,τι «επιλέγουν» να θεωρείται από τα άτομα και τον λαό ως πολιτισμός και
κουλτούρα τους), την στιγμή που, ταυτόχρονα, «εξωτερικά» προσλαμβάνουν
έναν σηματοδότη… Ο σηματοδότης αυτός ακούει στο όνομα «Τόμος της Αυτοκεφαλίας»,
που στο εξής θα συνθέτει ποιοτικά την απόπειρα αειφορίας αυτού του
πολιτισμού των λαών. Θέμα, λοιπόν, των κειμένων αυτού του βιβλίου
αποτελεί η θεολογία, ως προσληπτική αμοιβάδα, και ο πολιτισμός
στην μεταξύ τους διαπλοκή, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη (θεολογία),
ως θεραπενίδα διακονίας λαών, υπηρετεί την ανάγκη (της Κοινωνίας και της
Πολιτείας/του νομοκατεστημένου Κράτους) να μυήσει τα άτομα σε ένα τμήμα
του περιεχομένου του δεύτερου παράγοντα (πολιτισμός), ή, έστω, να
επικοινωνήσει κάποια περιεχόμενά του ή σημεία του σε έναν λαό με
ανήλικες εκκλησιακές μνήμες και σε προοπτική, στο εξής, νέας ιστορικής
αφετηρίας.
Στις αναλύσεις που φιλοξενούνται στις
σελίδες του παρουσιαζόμενου σήμερα εδώ βιβλίου διαπλέκεται το γενικό με
το ειδικό-περιπτωσιολογικό και η θεωρητική προσέγγιση με την μελέτη των
ανά την Οικουμένη περιπτώσεων, ενώ καλύπτεται ένα ευρύ φάσμα γνωστικών
πεδίων από την Ιστορία, την διαποίμανση και διαχείριση των λαών έως και
τις απορροές πολιτισμού, που έφερε απροϋπόθετα η γόνιμη αυτή σύνθεση
θεολογίας και πολιτισμού, μία σύνθεση που εκβάλλει, ως χώρος πραγμάτωσής
της, στο «Αυτοκέφαλο». Αυτά σίγουρα χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης και δεν
είναι η παρούσα συνάντηση ο ενδεδειγμένος τόπος και χρόνος για μία
τέτοια απόπειρα, καθώς μερικές από τις πτυχές αυτές ψηλαφούνται στις
εκτενείς εισαγωγές των δύο συγγραφέων συναδέλφων.
Να επισημανθεί μόνον εδώ μία γενική
θεώρηση, για να γίνει ευληπτότερη η συνέχεια, ότι το «Αυτοκέφαλο»
αναφέρεται σε συλλογικές μορφές διοίκησης [και εκκλησιακής κοινωνίας]
και δεν αφορά σε Τοπικές Εκκλησιακές μονάδες (όπως είναι οι επισκοπές)
ούτε σε υπερβατικές δικαιοδοσίες. Οργανώνει εσωτερικά το «σπίτι», για να
το οδηγεί οργανωμένο σε κοινωνία με τα άλλα Εκκλησιακά Σώματα.
Θα ήταν, ωστόσο, άδικο να κρατήσουμε τον
παρουσιαζόμενο σήμερα εδώ λόγο σε ένα ακαδημαϊκό τόνο, χωρίς αυτός να
προσφερθεί σε όλα τα ανθρώπινα αζυμούθια, όπως το επιχειρούν και οι
συγγραφείς μας. Και το ερώτημα που τίθεται στην συνάφεια αυτή είναι
αδυσώπητο: αν εξαιρέσουμε την Εκκλησία – η οποία αποτελεί την φυσική
μήτρα του Αυτοκεφάλου –, τί συνιστά τελικά το Αυτοκέφαλο για τον κόσμο, για την ανθρώπινη κοινωνία και τον πολιτισμό;
1. Πριν απ’ όλα, για την Εκκλησία, με δύο μόνο λέξεις, το Αυτοκέφαλο συγκροτεί ετερότητα και κοινωνία, είναι κατάφαση της ετερότητας και κάλεσμα για κοινωνία, κατάφαση, αποδοχή και πρόσληψη π.χ. της εθνικής ετερότητας, ιδιαιτερότητας και διαφορετικότητας,
και ταυτόχρονα κάλεσμα για εγκατάλειψη της εθνικής ατομοκρατίας και
απομόνωσης, και για άνοιγμα και διάνοιξη προς τους άλλους, με στόχο την
επίτευξη του οράματος της Αυτοκεφαλίας, που είναι η κοινωνία ετεροτήτων. Αυτό είναι και σημαίνει το Αυτοκέφαλο για την Εκκλησία: κοινωνία εκκλησιακών ετεροτήτων!… Και αντίθετα, Αυτοκέφαλο δεν σημαίνει με καμμία έννοια και σε καμμία περίπτωση αποχωρισμός, όπως πολύ εύστοχα αναλύεται αυτό στα εισαγωγικά σημειώματα των συγγραφέων.
Το εκκλησιακό Αυτοκέφαλο –
μπορεί να χαρακτηρίζεται ως τέτοιο και να είναι πράγματι μόνον όταν –
φέρει συνεχώς μία αντινομική παραδοξότητα: είναι αυτοτελές, τέλειο αλλά
όχι αφ’ εαυτού τέλειο, είναι εντελές και πλήρες, διαθέτει εκκλησιακή και
οντολογική πληρότητα αλλά όχι εκκλησιακή και οντολογική αυτοπληρότητα,
χαρακτηρίζεται από κανονική πληρεξουσιότητα αλλά όχι από αυτεξουσιότητα,
είναι ελεύθερο και ανεξάρτητο, αλλά όχι αυτοφυές και αυτόμορφο,
αυθύπαρκτο και αυθυπόστατο, καλείται να είναι συνοδικά και συναινετικά
ανακηρυσσόμενο αλλά όχι αυτοκηρυσσόμενο, συνιστά εκκλησιακή εγκατασπορά αλλά όχι εκκλησιαστική διασπορά,
έχει εικονικότητα σε σχέση με την Βασιλεία αλλά όχι ενδοκτισιακότητα
στην προέλευσή του και τον προσανατολισμό του, έχει θεανθρωπότητα αλλά
όχι εγκόσμιο μονοφυσιτισμό, όπως είναι η περίπτωση της Ριτουαλιστικής Εκκλησίας για τους Ρωμαιοκαθολικούς, της Ομολογιακής Εκκλησίας για τους Προτεστάντες και της Εθνικής Εκκλησίας για τους Ορθοδόξους, ακριβώς αυτό δηλαδή που γεννά τον Αυτοκεφαλισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μονοφυσιτική Αυτοκεφαλία.
2. Επίσης, με αυτή την γόνιμη σύνθεση δύο αντίθετων καταστάσεων, αυτήν την συνδυαστική αντίθεση, που εμείς οι θεολόγοι την αποκαλούμε αντινομία, η Εκκλησία προσέφερε πολιτισμό
στους νεοπαγείς ιστορικά λαούς. Αυτό είναι το δεύτερο σημείο που
κρύβεται διακριτικά πίσω από το γεγονός-«Αυτοκέφαλο», που αναρτάται στον
τίτλο του βιβλίου που έχουμε μπροστά μας.
Ο εκκλησιο-κανονικός όρος αυτοκέφαλον,
όπως είναι προφανές, είναι σύνθετη λέξη και ετυμολογικά σημαίνει, στην
προοπτική ακριβώς που συστήθηκε, «ιδία κεφαλή», θέλοντας να εκφράζει και
να προσδιορίζει το κανονικό δικαίωμα (εξουσία ή εξουσιοδότηση), που
χορηγείται στην Εκκλησία μιας συγκεκριμένης περιοχής (κατά τόπον Εκκλησίας) να καθορίζει κανονικά και εξωτερικά ανεπηρέαστα, να διαχειρίζεται τα ίδια
(με ίδια [συνοδικά] μέσα), εκλέγοντας την κεφαλή της, τον
Πρώτο-Προκαθήμενό της (Πατριάρχη ή Αρχιεπίσκοπο), καθώς και να διευθετεί
τα εσωτερικά θέματά της αυτόβουλα και αυτεξούσια. Λεξικογραφικά, αυτοκέφαλος είναι ο αποτελών ο ίδιος κεφαλή, αυτός που είναι ο ίδιος κεφαλή (εξουσία
με την εκκλησιαστική έννοια), και κατ’ επέκταση ο μη έχων ανώτερη
κεφαλή, ο αυτοδιοίκητος, ο ανεξάρτητος, ο αυτοτελής, ο αυτόνομος, ο
διοικούμενος με ιδικούς του νόμους, ο ελεύθερος, ο ενεργών ελευθέρως, ο
αυτοκυβέρνητος, αυτός που δεν είναι υποτελής, υποχείριος και υπεξούσιος.
Έτσι εμφανίσθηκε αρχικά να χρησιμοποιείται ο όρος αυτός. Στην αρχική
του χρήση, πρόκειται για τον χαρακτηρισμό Αρχιεπισκοπών ή Αρχιεπισκόπων
ανεξάρτητων από την πατριαρχική δικαιοδοσία, στην οποία υπάγονταν πριν
από την ανακήρυξη του εκκλησιακού Αυτοκεφάλου. Επίσης, αυτοκεφαλία είναι η «αν-εξαρτησία»,
η πληρεξουσιότητα σε όλα τα επίπεδα έκφανσης της συνοδικής ζωής. Κατ’
επέκταση, αναφέρεται στην αυτοδιοίκηση, την αυτοκυβέρνηση, την πάσης
φύσεως ανεξαρτησία, το δικαίωμα του καθενός συλλογικού σώματος να
κανονίζει τις πράξεις του αφ’ εαυτού, ελεύθερα και ανεξάρτητα από
εξωτερικές επιδράσεις. Πρόκειται, επομένως, για μορφή εκκλησιακής κατά τόπον ετερότητας και «αν-εξαρτησίας»,
η οποία σχετίζεται κυρίως με την άσκηση ανεπηρέαστης εξωτερικά
εκκλησιαστικής συνοδικής διοίκησης στους κόλπους μίας κατά τόπον
Εκκλησίας.
Αυτό ακριβώς είναι το πολύπτυχο
χαρακτηριστικό ιδίωμα, που συνέβαλε στην αυτοδιάθεση των λαών και την
ελεύθερη και ανεπηρέαστη ανάπτυξή τους. Έτσι, παρέλκει να ειπωθεί εδώ το
γνωστό σε όλους μας, ότι όποιος κυβερνάται ελεύθερα, κυβερνάται καλά,
ένα τόσο επίκαιρο μήνυμα και για την εποχή μας (εποχή των μνημονίων).
Μόνον έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε το σύμπλεγμα της παρακμής που
πιθηκίζει το αλλότριο. Η επίγνωση του λόγου της βαθειάς θεολογίας μόνον,
γνωρίζοντας την “στιγμή”, μπορεί να μιλήσει για το μέγεθος της
αρχοντιάς. Και ένας λαός που κυβερνάται αυτοκέφαλα, τότε, και μόνον τότε, μπορεί όντως να στήσει πολιτισμό και, μάλιστα, πολιτισμό ελευθερίας και αρχοντιάς.
3. Υπάρχει και ένα τρίτο σημείο που κρύβεται διακριτικά πίσω από το γεγονός-«Αυτοκέφαλο». Είναι το γεγονός της ιστορικής ενότητας
των λαών. Κανείς ιστορικός του παρελθόντος και του παρόντος δεν
υποψιάζεται, ότι οι Θρησκευτικοί πόλεμοι τριών αιώνων στην Δυτική Ευρώπη
(16ος-18ος αι.) έγιναν, επειδή δεν υιοθετήθηκε το Αυτοκέφαλο την στιγμή
που θα έπρεπε να υιοθετηθεί στην Δύση, όπως συνέβη στην Ανατολή. Και
εξηγούμαι, για να γίνει ευρύτερα αντιληπτή και η συμβολή του παρόντος
βιβλίου.
Μετά την ιστορικά πρώτη συνοδική ανακήρυξη της Αυτοκέφαλης
Εκκλησίας της Κύπρου (Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου-431), το πρώτο
αίτημα Αυτοκεφαλίας σε παγκόσμια κλίμακα τίθεται από το πολιτικό δόγμα
του δυτικού Μεσαίωνα «cujusregio, ejusreligio» (σε αυτόν που ανήκει η
εδαφική οντότητα, σε αυτόν ανήκει και η θρησκεία), κατά την διάρκεια
ανάδυσης της περίφημης Αρχής των Εθνοτήτων (12ος αι. και
επέκεινα), για να αναδείξουμε εδώ λίγο και το γεγονός, ότι το ζήτημα που
ψηλαφίζουν οι δύο συγγραφείς μας έχει και άμεσες πολιτικές προεκτάσεις.
Το αίτημα αυτό, ως γνωστόν, έγινε έντονο στην Μετερρύθμιση (1517), με
την αιχμηρή απαίτηση των Προτεσταντών για εκκλησιακή αυτοδιάθεση
από τον παπικό Θρόνο της Ρώμης. Και βέβαια, τότε, η Ρώμη αρνήθηκε την
εκχώρηση του Αυτοκεφάλου με πολλούς τρόπους, με απόλυτο αποκλεισμό και
δογματική άρνηση, με τις συνοδικές διαδικασίες της Αντι-Μεταρρύθμισης
(1545-1563) και με ιδεολογική βία και πολέμους, προβάλλοντας αμετάθετα
το επιχείρημα, ότι το αίτημα αυτό δεν συνάδει με την εκκλησιολογική
παράδοση της Εκκλησίας (!), αδρανοποιώντας έτσι παντελώς στην Δύση το
Αυτοκέφαλο, γνωστό, ωστόσο, στην ζωή της Εκκλησίας από την Α΄ χιλιετία
και με δυνατότητα όντως να εκχωρηθεί αυτό στους αιτούντες τότε λαούς της
Δυτικής Ευρώπης.
Στην Ανατολή, η ίδια αρχή των Εθνοτήτων
άρχισε, επίσης, να κυριαρχεί και να διχάζει εσωτερικά και την Ορθόδοξη
Εκκλησία, με αλλεπάλληλες αυθαίρετες διεκδικήσεις εθνο-εκκλησιαστικής
χειραφέτησης. Και το ιστορικό δίλημμα γι’ αυτήν ήταν πιεστικό: Να
αρνηθεί και η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, το
Αυτοκέφαλο, για να διατηρήσει –υποτίθεται– την συνοχή, ή να το εκχωρήσει
στους αιτούντες λαούς των Βαλκανίων; Και τελικά, αυτό που αρνήθηκε η
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στο όνομα της …Εκκλησιολογίας (!), το εκχώρησε η
Ορθόδοξη Εκκλησία στο όνομα της Εκκλησιολογίας της Α΄ χιλιετίας. Έτσι,
μεταξύ των πέντε Πρεσβυγενών Πατριαρχείων της συνοδικής Πενταρχίας
(Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων),
το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είναι το μόνο, από τότε
μέχρι σήμερα (σύνολο το δεύτερο ήμισυ της δεύτερης χιλιετίας
[1589/1593-1998]), που προέβη σε εκχώρηση του Αυτοκεφάλου, χειραφετώντας
και συστήνοντας κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες (Ρωσσία [16ος αι.],
Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία [19ος αι.], Γεωργία, Πολωνία, Αλβανία,
Βουλγαρία και Τσεχοσλοβακία [20ός αι.]), καθώς και Αυτόνομες Εκκλησίες (Φιλλανδία, Εσθονία και Λεττονία [20ός αι.]), καταφάσκοντας έτσι την εθνική ετερότητα και διατηρώντας ταυτόχρονα την εκκλησιακή ενότητα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, με την αντίστοιχη εμπειρία διαχείρησης μιας τέτοιας ύψιστης αποστολής αυτοδιάθεσης των λαών,
που αυτό συνεπάγεται. Εάν τότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν εκχωρούσε
Αυτοκέφαλα, είναι σίγουρο, ότι θα είχαμε και εμείς διολοσθήσει σε
Προτεσταντισμό, και μάλιστα σε Εθνο-φυλετικό Προτεσταντισμό!… Από την άλλη μεριά, εάν στην Δύση, η Εκκλησία της Ρώμης εκχωρούσε τελικά και η ίδια πολύ πριν (15ος-16ος αι.) το ίδιο κανονικό σύστημα
της Αυτοκεφαλίας, που γνώριζε εξίσου και αυτή ήδη από την Α΄ χιλιετία
με την περίπτωση της Κύπρου, είναι επίσης σίγουρο, ότι δεν θα είχαμε την
πρόκληση της Μεταρρύθμισης (1517) και δεν θα είχαμε πολύ περισσότερο
την πολυδιάσπαση του Δυτικού Χριστιανισμού σε Ρωμαιοκαθολικισμό και
Προτεσταντικές Εκκλησίες, μία πολυδιάσπαση στο «παίγνιο του κόσμου»,
όπως θα έλεγε ο Κώστας Αξελός, που παραμένει τόσο βαθειά και ίσως μη
αναστρέψιμη, αλλά ούτε και τους Θρησκευτικούς πολέμους τριών αιώνων στην
Ευρώπη. Για όσουν μελέτησαν Πολιτική Ιστορία της Ευρώπης, η
πολυδιάσπαση αυτή φθάνει χρονικά μέχρι την Γαλλική Επανάσταση (1789) και
συνεχίστηκε μέχρι και την πρόσφατη ολοκλήρωση της Ενωμένης Ευρώπης
(1993), με την μορφή του εθνοκεντρικού Κρατισμού και των Εθνικών Κρατών.
Και εδώ φαίνεται η διαφορά και το μεγαλείο του Αυτοκεφάλου στην
κοινωνική συνοχή των λαών. Με το Αυτοκέφαλο, η Ορθόδοξη Εκκλησία έφτιαξε
βασίλεια, άνδρωσε λαούς, πρόσφερε πολιτισμό, που δομήθηκε πάνω στην
διαλεκτική σχέση «του ασυγχύτως και του αδιαιρέτως» του όρου της
Χαλκηδόνας, δηλαδή, με λόγια απλά, στην κατάφαση της εθνικής ετερότητας και στο αίτημα της ενοποιητικής κοινωνίας. Η Αυτοκεφαλία έχει ταυτοχρόνα αυτό ακριβώς το διττό χαρακτηριστικό στην υιοθέτησή της: παρέχει εκκλησιαστική ετερότητα στους λαούς και εξασφαλίζει, μέσα σε αυτήν την επελθούσα διάκριση, εκκλησιακή κοινωνία των λαών. Όταν, όμως, στην Δύση δεν δόθηκε αυτή ακριβώς η εκκλησιακή αυτοδιάθεση
στους αναπτυσσόμενους μόλις τότε ευρωπαϊκούς λαούς, λόγω του
εκκλησιαστικού συγκεντρωτισμού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τότε
χάθηκε (οριστικά;) και η ενοποιητική κοινωνία των
Εκκλησιών και των Λαών στο επίπεδο της Ευρώπης, αλλά και στο επίπεδο
ολάκερης της Υφηλίου. Το Αυτοκέφαλο, επομένως, ήταν διαχριστιανικό…,
πριν περιοριστεί αυτό να είναι διορθόδοξο!… Αυτές ήταν τρεις
(εκκλησιακή, πολιτισμική, ιστορική) από τις πολλές πτυχές που φέρει μέσα
της η δυναμική της Εκκλησιακής Αυτοκεφαλίας.
Και τέλος, να κάνουμε και μία κριτική στο
σύγγραμμα και στους συγγραφείς, καθώς η συνάντησή μας εδώ σήμερα έχει
και ένα χρώμα ακαδημαϊκό. Η προσωπική μου έρευνα μιάς 25ετίας μέχρι τώρα
στο κορυφαίο αυτό ζήτημα, που τροφοδοτεί τόσο θετικά την Εκκλησία, την
Ιστορία και τον Πολιτισμό της ανθρωπότητας μιάμισυ (και πλέον) χιλιετία
μέχρι σήμερα, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι το Αυτοκέφαλο αποτελεί κανονικό σύστημα και όχι θεσμό
της Εκκλησίας, όπως και το βιβλίο το ίδιο το χαρακτηρίζει στο
περιεχόμενό του, σε αντίθεση με τον τίτλο, ως «το κληροδοτηθέν ημίν σύστημα»
(σελ. 77). Αλλά αυτό, για να διαλευκανθεί, απαιτεί μία ολοκληρωμένη
ειδική συζήτηση για τα θεολογικά και ακαδημαϊκά ενδότερα, και δεν
μειώνει ούτε στο ελάχιστο την ποιότητα του πονήματος των συγγραφέων, την
εύστοχη προσέγγισή του και κυρίως την εξαιρετική συμβολή του στο
εκκλησιακό και πολιτειακό γίγνεσθαι, στην πανανθρώπινη Ιστορία και την
κοινωνία των λαών.
Συνοψίζοντας την παρούσα
βιβλιοπαρουσίαση, σε σύνολη την παραπάνω προβληματική προσπαθεί να
ανταποκριθεί το βιβλίο των αγαπητών συγγραφέων συναδέλφων Αναστασίου Κ.
Βαβούσκου και [του συνονόματου] Γρηγορίου Μ. Λιάντα με την συγκεντρωτική
σύναξη των επίσημων Κειμένων, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην προσπάθεια
για ιστορική και εκκλησιο-κανονική προσέγγιση της διαδικασίας κατανόησης
της εκχώρησης του Αυτοκεφάλου και του Αυτονόμου μέσα από τα επίσημα
κείμενά τους. Η αναγνωστική κατανόησή τους παρουσιάζεται εδώ ως
αποτέλεσμα τριών συνισταμένων, η αλληλεπίδραση των οποίων προσδιορίζει
και τον βαθμό κατανόησης των κειμένων: του αναγνώστη, του κειμένου και
του συγκειμένου… Ο εμπλουτισμός, εξάλλου, του θεωρητικού,
προσδιοριστικού της αναγνωστικής κατανόησης, πλαισίου με παραδείγματα
από την εκκλησιο-πολιτική πράξη αποδίδει χρηστικό χαρακτήρα στο βιβλίο
αυτό, το οποίο μπορεί να αποτελέσει όντως χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των
«οικοδομούντων» στον εκκλησιαστικό και τον πολιτικό κόσμο, αλλά και σε
όλους όσοι αισθάνονται ότι τα συνισταμένα θέσμια Εκκλησίας και Πολιτείας
είναι σοβαρή υπόθεση. Θεωρώντας ότι το βιβλίο αυτό θα είναι χρήσιμο σε
πολλούς, θα αποτελεί αφετηρία γόνιμου προβληματισμού για όσα θέματα αυτό
πραγματεύεται, καθώς αποκτά ξεχωριστή αξία, με πολλαπλάσια σημασία, και
συνιστά αντίδοτο στην αναπόδραστη μονομέρεια, την στιγμή που θα
λειτουργεί πλέον ως μέτρο αναγκαίου προσδιορισμού, όχι μόνον για τους
ειδικούς του Εκκλησιαστικού και του Κανονικού Δικαίου, αλλά και για κάθε
μέλος της Εκκλησίας και για κάθε άνθρωπο, που σαγηνεύεται από την
ακτινοβολία του οντολογικού Αυτοκεφάλου, όπου γης.
Πηγή: Θεολογικά Δρώμενα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου