Του λέκτορα του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Μόσχου Γκουτζιούδη
Το κείμενο αποτελεί επιλογή από τη μελέτη «Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και οι Σχετικές Αρχαιολογικές Ανακαλύψεις», που περιέχεται στο έργο: Καινοδιαθηκικές Μελέτες με τη Συνδρομή της Αρχαιολογίας, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2012, 107-126.
Οι αρχαιότητες που μέχρι σήμερα έχουν
ανακαλυφθεί και συνδέονται με το περιβάλλον της Κ.Δ. είναι ανυπολόγιστης
αξίας για την κατανόηση διαφόρων πτυχών της.
Σε όσα ακολουθούν κάνουμε μια συνοπτική αναφορά στις σπουδαιότερες
αρχαιολογικές ανακαλύψεις, οι οποίες συνδέονται με πρόσωπα και χώρους
που μας είναι γνωστά από τις ευαγγελικές διηγήσεις της τελευταίας
εβδομάδας του Ιησού.
Κανένα
από τα ευαγγέλια δεν αναφέρει ότι ο Ιησούς επισκέφτηκε την Καισάρεια
της Μεσογείου. Σε αυτή την πόλη ο Ηρώδης ο Μέγας είχε κατασκευάσει ένα
μνημειώδες λιμάνι και εδώ βρισκόταν η έδρα του Ρωμαίου επιτρόπου. Εδώ
ανακαλύφθηκε το 1962 από Ιταλούς αρχαιολόγους η επιγραφή του Πιλάτου.
Πρόκειται για μια ενεπίγραφη στήλη από το θέατρο της πόλης, στην οποία
αναγράφεται στα λατινικά το όνομα και το διοικητικό αξίωμα του γνωστού
από τις ευαγγελικές διηγήσεις Πιλάτου[1].
Τα ερείπια του τείχους της Ιερουσαλήμ ανακαλύφθηκαν στα ανατολικά του ναού του Παναγίου Τάφου. Το τείχος αυτό ισχυρίζονται οι αρχαιολόγοι ότι οικοδομήθηκε πριν από τον Ηρώδη τον Μεγάλο[2].
Η ανακάλυψη είναι σημαντική, διότι έτσι αποδείχτηκε ότι το σημερινό
τείχος της πόλης που βρίσκεται στα δυτικά του ναού είναι το «τρίτο
τείχος» το οποίο οικοδομήθηκε από τον Αγρίππα Α΄ στο διάστημα 41-44 μ.Χ.
Συνεπώς, ο Γολγοθάς βρισκόταν πριν το 40 μ.Χ. εκτός των τειχών της
πόλης. Ο λευκός βράχος, ο οποίος βρίσκεται σήμερα εντός του Ναού του
Παναγίου τάφου και δείχνεται στους προσκυνητές, αποτελεί πιθανότατα το
σημείο όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς. Οι αρχαιολόγοι συμφωνούν στο γεγονός
ότι δεν είναι απολύτως σίγουρο, αλλά δεν υπάρχει κάποιος άλλος χώρος που
να αποτελεί το πιθανότερο σημείο της σταύρωσης και δεν υπάρχει λόγος να
απορριφθεί η αυθεντικότητά του[3]. Το συγκρότημα του Παναγίου Τάφου περικλείει σήμερα και το σημείο σταύρωσης και το σημείο ταφής του Ιησού.
Στο Ιω. 19:41-42 περιγράφεται η ταφή του
Ιησού. Η διήγηση διαφοροποιείται από εκείνες των συνοπτικών και είναι
πιο λεπτομερής. Εδώ λέγεται ότι ο τάφος βρισκόταν σε κάποιον κήπο κοντά
στο σημείο της σταύρωσης. Επιπλέον, νωρίτερα αναφέρεται και ο Νικόδημος
να συμμετέχει στην ταφή. Τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν τις
πληροφορίες του Ιωάννη. Η ανασκαφή στον Πανάγιο Τάφο ξεκίνησε το 1960 και ολοκληρώθηκε μετά από είκοσι χρόνια[4].
Σήμερα, αν και έχει γίνει δεκτή η θέση πως και τα δύο σημεία βρίσκονται
εντός του Παναγίου Τάφου, εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτήματα. Η
αρχαιολογική ανασκαφή έδειξε ότι η περιοχή γύρω από το Γολγοθά
λειτουργούσε ως λατομείο από τον 8ο αι. π.Χ., ενώ κατά τον 1ο
αι. μ.Χ. επιχωματώθηκε και μέρος της καλλιεργήσιμης γης που προέκυψε,
αποτελούσε ο κήπος για τον οποίο κάνει λόγο ο Ιωάννης στα 19:41 και
20:15. Ο Ιώσηπος αναφέρει την παρουσία μιας πύλης (Γενάθ) προς τον κήπο[5]
και η αρχαιολογική έρευνα στο δυτικό λόφο της Ιερουσαλήμ έφερε στο φως
ερείπια από το πρώτο τείχος, στο οποίο υπάρχει ένα κενό στο συγκεκριμένο
σημείο του. Φαίνεται πως ο τέταρτος ευαγγελιστής γνωρίζει πολύ καλά τη
θέση του τείχους πριν την επέκτασή του κατά το διάστημα 41-44 από τον
Ηρώδη Αγρίππα Α΄.
Στην περιοχή γύρω από τον Πανάγιο Τάφο ανακαλύφθηκαν τέσσερις λαξευτοί τάφοι, οι οποίοι ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Αυτός που θεωρείται σήμερα ότι ήταν του Ιησού[6]
είναι ο μόνος που έχει στο εσωτερικό του αρκοσόλιο. Ο τάφος ταιριάζει
στην πληροφορία του Ιω. 20:5 που λέει ότι ο τάφος ήταν άδειος. Αυτό θα
μπορούσε να διαπιστωθεί άμεσα μόνο σε έναν τάφο αυτού του τύπου, ενώ αν ο
τάφος περιείχε kokhim θα ήταν αδύνατο να δει κανείς τα οθόνια χωρίς να εισέλθει μέσα[7].
Αυτός ο τάφος βρίσκεται κάτω ακριβώς από τη ροτόντα του Παναγίου Τάφου.
Στο πέρασμα των χρόνων ο τάφος αλλοιώθηκε σταδιακά από τους
προσκυνητές, οι οποίοι έκοβαν μικρά τμήματα του βράχου για να τα πάρουν
μαζί τους ως ανάμνηση και καλύφθηκε από μεταγενέστερη τοιχοποιία.
Μετά από όσα προηγήθηκαν μπορούμε να
αναφερθούμε τώρα σε πιο γνωστές και πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις,
οι οποίες με την προβολή τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
αναστάτωσαν τον χριστιανικό κόσμο. Το Μάρτιο του 2007 προβλήθηκε για
πρώτη φορά από το Discovery Channel ένα ντοκιμαντέρ (The Lost Tomb of Jesus),
το οποίο επιχειρούσε να αποδείξει ότι ένας τάφος στο Talpiot ήταν ο
χαμένος οικογενειακός τάφος του Ιησού. Κύριος εμπνευστής του
εγχειρήματος ο Καναδός κινηματογραφιστής Simcha Jacobovici και παραγωγός
ο James Cameron[8]. Οι θέσεις του ντοκιμαντέρ ξεσήκωσαν αμέσως όχι μόνο τους θεολόγους, αλλά και τους αρχαιολόγους[9].
Ας δούμε παρακάτω το ιστορικό του. Ο τάφος στο Talpiot ανακαλύφθηκε
τυχαία από οικοδόμους το 1980. Ειδοποιήθηκε τότε η Εφορεία Αρχαιοτήτων
του Ισραήλ, η οποία διαπίστωσε πως ο τάφος είχε διαταραχθεί ήδη από την
αρχαιότητα. Μέσα στα kokhim του τάφου βρέθηκαν δέκα οστεοφυλάκια,
τα οποία αφού αρχειοθετήθηκαν, τοποθετήθηκαν στις αποθήκες της Εφορίας
Αρχαιοτήτων. Ένα από τα οστεοφυλάκια αργότερα χάθηκε, τρία ήταν άδεια
και έξι ήταν ενεπίγραφα.
Πολύ πριν την ανακάλυψη που έκαναν οι
άνθρωποι της έβδομης τέχνης, οι επιστήμονες είχαν παρατηρήσει ότι σε δύο
από τα οστεοφυλάκια του συγκεκριμένου τάφου[10] (701 και 704), αναγράφονταν τα ονόματα Μαριάμη, Μάρα (ελληνικά)[11]
και Ιησούς, γιος του Ιωσήφ (αραμαϊκά). Σε άλλο οστεοφυλάκιο υπήρχε και
δεύτερη Μαρία. Τα περισσότερα ονόματα δεν είχαν πατρωνυμικά δεδομένα.
Συνεπώς τα δύο πρόσωπα, των οποίων τα οστά είχαν τοποθετηθεί στον ίδιο
τάφο, θα πρέπει να ήταν οι γονείς αυτού του Ιησού. Οι αρχαιολόγοι δεν
συμφωνούσαν από την πρώτη στιγμή ότι πρόκειται για τον οικογενειακό τάφο
του Ιησού της Εκκλησίας, ενώ θεωρούσαν τις επιγραφές πιθανότατα ως μη
αυθεντικές. Με ψυχραιμία λοιπόν έδειξαν ότι το όνομα Ιωσήφ υπήρχε σε 19
από 147 συνολικά οστεοφυλάκια, ενώ εκείνο του Ιησού σε 10 από αυτά. Πολύ
συνηθισμένα και τα δύο ή και τα τρία ονόματα, αφού και οι διάφορες
εκδοχές του Μαρία αριθμούν 20 περιπτώσεις. Έκτοτε, όταν οι αρχαιολόγοι
συναντούν τα παραπάνω ονόματα σε οστεοφυλάκια δεν τους προξενεί πλέον
εντύπωση[12].
Οι εμπνευστές του ντοκιμαντέρ θέλησαν να
συνδέσουν το οστεοφυλάκιο του Ιακώβου (2002) με τον τάφο του Talpiot ως
το οστεοφυλάκιο που αργότερα χάθηκε από τις αποθήκες[13].
Ο συλλέκτης όμως, Oded Golan, στην κατοχή του οποίου βρισκόταν το
οστεοφυλάκιο του Ιακώβου πριν πουληθεί σε μουσείο του Καναδά διαθέτει
φωτογραφία, η αυθεντικότητα της οποίας πιστοποιήθηκε από το FBI και
ανάγεται στο 1970. Στη συνέχεια δείγμα από τους σκελετούς δόθηκε για
εξέταση DNA, η οποία επιβεβαίωσε πως ο Ιησούς και η Μαρία του Talpiot
δεν ήταν συγγενείς. Οι κινηματογραφιστές προχώρησαν παραπέρα την
υπόθεση, εκμεταλλευόμενοι τα απόκρυφα τώρα κείμενα, ότι η δεύτερη Μαρία
ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή. Έτσι κατανόησαν την επιγραφή Ιούδας, γιος του
Ιησού από ένα άλλο οστεοφυλάκιο του ίδιου τάφου ότι πρόκειται για το γιο
του Ιησού και της Μαρίας. Ισχυρίσθηκαν ακόμη ότι αυτός ο Ιούδας ήταν ο
αγαπημένος μαθητής του Ιησού σύμφωνα με το τέταρτο ευαγγέλιο (13:23,
19:26, 20:2, 21:7 και 20). Η υπόθεση του Talpiot δεν συμφωνεί ασφαλώς με καμία από τις διηγήσεις των ευαγγελίων περί ταφής του Ιησού. Η φράση «Ιούδας, γιος του Ιησού» αποδυναμώνει την υπόθεση ο τάφος του Talpiot να είναι εκείνος του Ιησού των ευαγγελίων[14].
Τέλος, μέχρι σήμερα η καλύτερη απόδειξη περί αυθεντικότητας του τάφου
του Ιησού που βρίσκεται εντός του Παναγίου Τάφου, είναι το γεγονός ότι
το σημείο παρέμενε γνωστό μέχρι την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου ως το μόνο
μέρος, όπου ο Ιησούς είχε ενταφιαστεί.
Το όνομα του αρχιερέα Καϊάφα αναφέρεται
στα ευαγγέλια και τις Πράξεις. Το κατά Ιωάννην (18:13) δίνει την
πληροφορία ότι ο Καϊάφας ήταν γαμπρός του Άννα. Τα ευαγγέλια δεν μας
δίνουν επιπλέον πληροφορίες για αυτόν (Ιω. 18:13, 28, Μτ. 26:3 και Λκ.
3:2), ενώ ο Ιώσηπος αναφέρει ότι είχε και το όνομα Ιωσήφ[15].
Μέσα σε έναν οικογενειακό τάφο που βρέθηκε τυχαία σε μικρή απόσταση από
την παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ το 1990 υπήρχαν δώδεκα οστεοφυλάκια
τοποθετημένα σε kokhim. Τα έξι από αυτά είχαν λεηλατηθεί από
τυμβωρύχους στο παρελθόν. Ένα από τα οστεοφυλάκια περιείχε τα οστά ενός
εξηντάχρονου άντρα και δύο επιγραφές με το όνομα Ιωσήφ Καϊάφας.
Εξαιτίας της σπανιότητας του ονόματος Καϊάφας και της διακόσμησης του
οστεοφυλακίου του, κάτι που προδίδει άτομο ανώτερης κοινωνικής τάξης,
αρκετοί αρχαιολόγοι ταύτισαν το νεκρό Καϊάφα με τον γνωστό αρχιερέα των
ευαγγελίων[16].
Ιδιαίτερα
σημαντικό είναι το εύρημα ενός εσταυρωμένου άνδρα. Το 1968 εντός μιας
νεκρόπολης στα βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ (στην περιοχή Givat
Hamivtar) και μέσα σε έναν οικογενειακό τάφο ανακαλύφθηκαν πέντε
οστεοφυλάκια. Σε ένα από αυτά που περιείχε τα οστά δύο αντρών και ενός
παιδιού οι αρχαιολόγοι παρατήρησαν κάτι μοναδικό. Το οστό του δεξιού
ποδιού κάποιου Γιεχοχανάν είχε διαπεραστεί από ένα καρφί
ακριβώς στο σημείο του αστραγάλου και περιείχε και ένα μικρό κομμάτι
από ξύλο ελιάς. Από τη άλλη, δεν υπήρχαν σημάδια από καρφιά στους
καρπούς. Αυτό μας βοηθά σήμερα να κατανοήσουμε γιατί βρέθηκε μόνο ένα
δείγμα εσταυρωμένου, αν τα χέρια των θυμάτων δένονταν με σχοινιά. Τα
οστά των ποδιών του νεκρού δεν ήταν σπασμένα και αντίθετα με τη
συνήθεια, του είχε επιτραπεί μία κανονική ταφή.
Άφησα για το τέλος ένα πολύ παλαιότερο
εύρημα, η αυθεντικότητα του οποίου όμως, αμφισβητείται έντονα. Η σινδόνη
του Τορίνο θεωρείται σήμερα από την πλειοψηφία του επιστημονικού κόσμου
μεσαιωνικό δημιούργημα και συνεπώς δεν πρόκειται για το σάβανο του
Ιησού[17].
Μπορούμε όμως, σε αυτό να παρατηρήσουμε δύο στοιχεία που μας
ενδιαφέρουν σε σχέση με το ευαγγέλιο του Ιωάννη. Ενώ όλοι οι
ευαγγελιστές συμφωνούν ότι ο Ιησούς ραπίστηκε, μαστιγώθηκε, του φόρεσαν
ένα ακάνθινο στεφάνι, σταυρώθηκε με καρφιά σε χέρια και πόδια, ο Ιωάννης
διασώζει μία επιπλέον λεπτομέρεια. Η κέντηση της πλευράς του από τον
στρατιώτη πριν την αποκαθήλωση (Ιω. 19:34). Η πληροφορία αυτή
επαναλαμβάνεται αργότερα στα 20:25 και 27 κατά την εμφάνιση του
αναστημένου Ιησού στους μαθητές. Αν κανείς προσέξει καλά τις φωτογραφίες
της σινδόνης τότε θα διαπιστώσει ένα λεκέ από αίμα στο δεξί, όπως
κοιτάμε εμείς, μέρος του θώρακα του εικονιζόμενου άνδρα. Αυτό σημαίνει
ότι όποιος δημιούργησε τη σινδόνη, έλαβε υπόψη του και αυτή τη
λεπτομέρεια από το κατά Ιωάννην.
Από
την άλλη όμως, το τέταρτο ευαγγέλιο είναι εκείνο που αποδυναμώνει την
περίπτωση της αυθεντικότητας της σινδόνης, καθώς είναι και πάλι το μόνο
κείμενο που κάνει λόγο για αρκετά υφάσματα κάλυψης του νεκρού σώματος
του Ιησού, όπως επιβεβαιώνεται από τις νεκρικές πρακτικές της εποχής και
της περιοχής σύμφωνα με τα σχετικά ευρήματα. Τα οθόνια που αναφέρονται
στο Ιω. 19:40 ήταν λωρίδες υφάσματος με τις οποίες τύλιγαν το σώμα. Οι
συνοπτικοί αντίθετα μιλούν για σεντόνι (Mτ. 27:59, Mκ. 15:46, Λκ.
23:53). Αυτά τα οθόνια, σύμφωνα πάντα με τον τέταρτο ευαγγελιστή,
αντίκρισε ο Πέτρος στον άδειο τάφο, καθώς και το σουδάριο που
τοποθετούνταν στο πρόσωπο (Ιω. 20:5-7). Το κείμενο δεν αντιφάσκει καθώς
και στην περίπτωση του Λαζάρου αναφέρεται η ίδια πρακτική (Ιω. 11:44).
Συνεπώς στη σινδόνη του Τορίνο δεν θα έπρεπε να εικονίζεται το πρόσωπο
του νεκρού.
Σε αμφισβήτηση θέτει όμως τη σινδόνη του Τορίνο και η ανακάλυψη ενός σάβανου
σε έναν τάφο στην Ιερουσαλήμ. Το σπουδαίο εύρημα δημοσιεύτηκε στον τύπο
το περασμένο χρόνο και προέρχεται από την κοιλάδα Εννόμ. Η
ραδιοχρονολόγηση έδειξε πως ανάγεται στο πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ. αλλά δεν μοιάζει καθόλου με τη σινδόνη του Τορίνο[18].
Έχει απλή ύφανση και αποτελείται από δύο μέρη, ένα για το σώμα και ένα
για το κεφάλι. Εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός ότι ο νεκρός δεν είχε
τοποθετηθεί σε οστεοφυλάκιο, καθώς, όπως έδειξε η ανάλυση DNA, έπασχε
από λέπρα και φυματίωση. Ακόμη ένα στοιχείο που μας φέρνει κοντά στις
διηγήσεις των ευαγγελίων.
Η αρχαιολογική μαρτυρία, η οποία
βρίσκεται σήμερα στη διάθεση των βιβλικών θεολόγων για την κατανόηση του
Ιησού και της εποχής του, είναι εντυπωσιακή. Στο κατά Ιωάννην υπάρχει
πολύ περισσότερο υλικό που μπορεί να αξιοποιηθεί με τη συνδρομή της
αρχαιολογίας και της τοπογραφίας σε σύγκριση με τα συνοπτικά ευαγγέλια.
[1] Βλ. R. J. Bull, «Caesarea Maritima: The Search for Herod’s City», BAR 8
(3, 1982) Biblical Archaeology Society, 2004, ψηφιακή έκδοση, LDLS
3.0g, όπου και φωτογραφία της στήλης. Πρβλ. επίσης C. A. Evans,
«Excavating Caiaphas, Pilate, and Simon of Cyrene: Assessing the
Literary and Archaeological Evidence», στο J. H. Charlesworth (έκδ.), Jesus and Archaeology, 334-337 και W. A. Simmons, Peoples of the New Testament World: An Illustrated Guide, Hendrickson Publishers, 2008, 256.
[2] Βλ. αναλυτικά τα πορίσματα των ερευνών στο V. C. Corbo, Il Santo Sepolcro Di Gerusalemme: Aspetti Archeologici Dalle Origini Al Periodo Crociato, Jerusalem, Franciscan Printing Press, 1982.
[3] J. H. Charlesworth, «Jesus Research and Archaeology: A New Perspective», στο J. H. Charlesworth (έκδ.), Jesus and Archaeology, 36. Βλ. και S. Gibson, Οι Τελευταίες Ημέρες του Ιησού με βάση τα Αρχαιολογικά Ευρήματα, 213 και 219, όπου σημειώνεται ότι ο λευκός βράχος ίσως συνιστά μνημείο που σηματοδοτεί το γενικότερο χώρο της σταύρωσης.
[4] Η τελική αναφορά δημοσιεύτηκε από τον επικεφαλής των ερευνών, φραγκισκανό αρχαιολόγο V. C., Corbo, Il Santo Sepolcro Di Gerusalemme, 1982. Βλ. και τη νεότερη μελέτη των S. Gibson-J. E. Taylor, Beneath the Church of the Holy Sepulchre, Jerusalem: The Archaeology and Early History of Traditional Golgotha, London, Palestinian Exploration Fund, 1994.
[5] Ἱστορία Ἱουδαϊκοῡ Πολέμου πρὸς Ῥωμαίους,
5, 146. Η αρχαιολόγος J. Taylor, «Golgotha: A Reconsideration of the
Evidence for the Sites of Jesus’s Crucifixion and Burial», NTS 44
(1998) 180-203 συμφωνεί ως προς το σημείο ταφής, αλλά διαφωνεί ως προς
το σημείο της σταύρωσης, προσδιορίζοντάς το διακόσια μέτρα νοτίως του
παραδοσιακού χώρου και συνεπώς εκτός του Παναγίου Τάφου.
[6] V. C. Corbo, Il Santo Sepolcro Di Gerusalemme, φωτ. 1 και 2.
[7] Βλ. αναλυτικά U. C. Von Wahlde, «Archaeology and John’s Gospel», στο J. H. Charlesworth (έκδ.), Jesus and Archaeology, 581, υποσ. 175. Πρβλ. τις εργασίες των D. Bahat, «Does the Holy Sepulchre Church Mark the Burial of Jesus?», BAR 12 (3, 1986) και Α. Kloner, «Did a Rolling Stone Close Jesus’ Tomb?», BAR 25
(5, 1999) Biblical Archaeology Society, 2004, ψηφιακή έκδοση, LDLS
3.0g, όπου βοηθητικό φωτογραφικό υλικό. Ο τάφος θα μπορούσε επίσης να
μην περιέχει ούτε arcosolia, ούτε kokhim, αλλά να
αποτελείται από ένα μικρό θάλαμο με τρεις χαμηλούς εγκάρσιους πάγκους,
σκαμμένους στο βράχο. Αυτή η περίπτωση συμφωνεί και με το Ιω. 20:12.
[8] Βλ. το βιβλίο των S. Jacobovici-C. Pellegrino, The Jesus Family Tomb: The Discovery, the Investigation, and the Evidence That Could Change History, New York, Harper Collins, 2007.
[9] Βλ. το επίμετρο στο S. Gibson, Οι Τελευταίες Ημέρες του Ιησού με βάση τα Αρχαιολογικά Ευρήματα,
293-310, όπου αναλυτικά το ιστορικό της ανακάλυψης. Στις σσ. 297-298
υπάρχουν σχέδια του τάφου, όπου διακρίνονταιι οι θέσεις των
οστεοφυλακίων.
[10] Σύμφωνα με τον κατάλογο του L. Y. Rahmani, A Catalogue of Jewish Ossuaries in the Collections of the State of Israel,
Israel, Israel Exploration Society, 1994, όπου αριθμούνται όλα τα
οστεοφυλάκια (895 συνολικά) που ανακαλύφθηκαν εντός του Ισραήλ.
[11]
Οι κινηματογραφιστές αντιλαμβάνονται το Μάρα ως τίτλο και όχι ως κύριο
όνομα. Μπορεί όμως να πρόκειται για δεύτερο όνομα και συνεπώς το
οστεοφυλάκιο περιείχε τα οστά δύο προσώπων. Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο
σύμφωνα με τους αρχαιολόγους.
[12]
Υποστηρικτής της υπόθεσης του Talpiot είναι ο J. D. Tabor, ο οποίος
συνεργάστηκε στο ντοκιμαντέρ ως επιστημονικός σύμβουλος-ειδικός σε
θέματα της Κ.Δ.
[13]
Ο αρχαιολόγος Amos Kloner, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ανασκαφή του
τάφου το 1980, βεβαιώνει ότι το χαμένο σήμερα δέκατο οστεοφυλάκιο ήταν
ανεπίγραφο. Βλ. στην παραπάνω ιστοσελίδα το άρθρο των C. Evans και S. Feldman, «The Tomb of Jesus? Wrong on Every Count».
[14] Βλ. την άποψη της αρχαιολόγου J. Magness, Stone and Dung, Oil and Spit. Jewish Daily Life in the Time of Jesus, Grand Rapids, Michigan 2011, 172-174.
[15] Ιωσήπου, Ἱουδαϊκή Ἀρχαιολογία, 18, 35 και 95.
[16]
Βλ. τις αρχαιολογικές αναφορές και το σχετικό φωτογραφικό υλικό στα Z.
Greenhut, «Burial Cave of the Caiaphas Family» και R. Reich, «Caiaphas
Name Inscribed on Bone Boxes», BAR 18 (5, 1992) Biblical Archaeology Society, 2004, ψηφιακή έκδοση, LDLS 3.0g. Οι J. D. Crossan-J. L. Reed, Excavating Jesus, 242 είναι βέβαιοι πως πρόκειται για τον τάφο της αρχιερατικής οικογένειας του Καϊάφα της Κ.Δ.
[17] V. Bortin, «Science and the Shroud of Turin», BA 43 (1997). R. A. Wild, «The Shroud of Turin-Probably the Work of a 14th-Century Artist or Forger», BAR 10 (2, 1984) Biblical Archaeology Society, 2004, ψηφιακή έκδοση, LDLS 3.0g. J. A. Kohlbeck-E. L. Nitowski, «New Evidence May Explain Image on Shroud of Turin Chemical Tests Link Shroud to Jerusalem», BAR (4, 1986) LDLS 3.0g. V. M. Bryant, «Does Pollen Prove the Shroud Authentic?», BAR 26 (6, 2000) LDLS 3.0g.
[18] Βλ. επίσης S. Gibson, Οι Τελευταίες Ημέρες του Ιησού με βάση τα Αρχαιολογικά Ευρήματα, 243-256, όπου όλη η αρχαιολογική αναφορά.
Αναδημοσίευση από Θεολογικά Δρώμενα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου