του Zιώγα Απόστολου
Ο
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
(Lectori
Benevolo[1])
‹‹ Αλί στη μοίρα των θνητών!
Η ευτυχία μοιάζει σαν μια σκιά.
Απότομα ξεσπάει η δυστυχία
και σβήνει την παλιά γραφή
με ένα υγρό σφουγγάρι ››
Κασσάνδρα
Η σκηνοθέτιδα Νικαίτη Κοντούρη,
πρώην μαθήτρια του Άρθουρ Μίλερ στη Νέα Υόρκη, έχοντας σκηνοθετήσει στο
παρελθόν ουκ ολίγα αξιόλογα έργα όπως, μεταξύ άλλων, Σκηνές από ένα γάμο του Μπέργκμαν, Το κουκλόσπιτο του Ίψεν, Κεκλεισμένων
των θυρών του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, και η οποία είχε κάνει το σκηνοθετικό της
ντεμπούτο στην Επίδαυρο με την Μήδεια
του Ευριπίδη, φέτος ανεβάζει μαζί με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου : πρόκειται για
το πρώτο έργο από την τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια
( τα άλλα δύο είναι οι Χοηφόροι και
οι Ευμενίδες), την μοναδική τριλογία
που διασώθηκε ολόκληρη ̇ η πρώτη παρουσίαση της τριλογίας, για την οποία ο
Αισχύλος τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο, έγινε το 458 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια
της Αθήνας, δυο χρόνια πριν το θάνατό του στη Σικελία. Την τριλογία συμπλήρωνε
το σατιρικό δράμα Πρωτεύς. Η ιστορία
έχει ως εξής : η βασίλισσα Κλυταιμνήστρα ( Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), αφού πρώτα
υποδέχεται στο Άργος – ύστερα από δέκα έτη απουσίας – τον βασιλιά Αγαμέμνονα
(Μηνάς Χατζησάββας) ως νικητή του Τρωικού Πολέμου, ο οποίος φέρνει μαζί του ως
σκλάβα και ερωμένη την ιέρεια του Απόλλωνα, την Κασσάνδρα (Θεοδώρα Τζήμου), εν
συνεχεία, μέσα στη νύχτα, με τη βοήθεια του εραστή της, Αιγίσθου (Βασίλης
Μπισμπίκης), σφάζει τον σύζυγο της και την μάντισσα ̇ η αιτία του άσβεστου μίσους
είναι η θυσία της κόρης της (Ιφιγένεια) που ̓ χε διαπράξει ο Αγαμέμνονας,
προκειμένου να καταφέρουν να σαλπάρουν τα πλοία για την Τροία.
Εύλογα γίνεται αντιληπτό ότι το
τραγικό στοιχείο πηγάζει από την απροσδιοριστία
του δικαίου, καθότι ο δραματικός στοχασμός (της τραγωδίας) ου δυναται να
διακρίνει τους ήρωες σε ‘’καλούς’’ και ‘’κακούς’’. Πάντως, οι καινοτομίες που
εισήγαγε ο Αισχύλος στην δραματουργική τέχνη θα μπορούσαν να συνοψιστούν στις
εξής : α) πρόσθεσε τον δευτεραγωνιστή, β) μείωσε την έκταση των χορικών, γ)
προσέδωσε ενότητα στο περιεχόμενο της τριλογίας.
Οφείλουμε να πούμε πως το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης, αν και ανεβάζει
για πρώτη φορά αρχαία τραγωδία, φαίνεται να διαθέτει άρτια τεχνική υποδομή μαζί
με ένα εναργώς εκφρασμένο πνεύμα μοντέρνας αισθητικής. Άξια προσοχής η
επιμέλεια των σκηνικών και των κοστουμιών από τον Γιώργο Πάτσα. Η απέριττη
σκηνοθετική ενορχήστρωση της Κοντούρη εξυπηρετεί με σύνεση την αψεγάδιαστη
μετάφραση της Νικολέττας Φριντζήλα, ούτως ώστε να κάνει προσιτό το αρχαίο
κείμενο και στον πλέον απαίδευτο (γραμματειακά) θεατή ̇ γι ̓ αυτό κι ένα από τα δυνατά και
απολαυστικά σημεία της παράστασης είναι η χωροταξική ‘’διασπορά’’ του χορού
(ανάμεσα στους θεατές), η οποία, δίχως να επιφέρει σύγχυση στον θεατή ως προς
τα τεκταινόμενα, τον καθιστά σιωπηλά μέτοχο αυτών – να σημειωθεί ότι στον Αγαμέμνονα συναντούμε την μεγαλύτερη σε
έκταση χορική έκφραση στην αττική τραγωδία (217 στίχοι). Ο επιδέξιος τρόπος,
ομολογουμένως με χειρουργική ευστοχία, που χειρίζεται τους φωτισμούς η
Ελευθερία Ντεκώ, σκιαγραφώντας με στιλ τις εναλλασσόμενες εικόνες του φωτός και
του σκότος, της ελπίδας και του θρήνου, μοιάζει να επιτείνει την ηθική σύγχυση
που επικρατεί στο έργο, όπου δεν διαφαίνεται καμία βεβαιότητα.
Βλέπουμε πώς ο ποιητής διερευνά την έκφραση πίστης στην
αρμονία της δικαιοσύνης που κατακτιέται μετά από πολλές και σκληρές δοκιμασίες,
κι αφού το πάθημα γίνεται μάθημα ̇
συγκεκριμένα, ο χορός εκφράζει τη συλλογική συνείδηση του ανθρώπου που
χαρακτηρίζεται από θεοσέβεια και θεοφοβία, ενόσω οι ήρωες συνθλίβονται από το
βάρος της ευθύνης που φέρουν και ταυτόχρονα από την αδυναμία της ανθρώπινης
θέλησης να υπερβεί το πεπρωμένο της. Έτσι, οποιαδήποτε απόφαση χρεώνεται με το
βάρος της ενοχής, δεδομένου ότι η πίεση της μοίρας παρακινεί την ατομική
βούληση. Όσον αφορά την αισχύλεια
αντίληψη, μπορεί να μη γίνεται τίποτα χωρίς θεό, ωστόσο, η πραγματικότητα της
κάθε πράξης ισοδυναμεί με το πάθος που υποθάλπει. Για τον Αισχύλο, το τρομερό
δεν είναι να τιμωρηθεί κάποιος για το κακό που διέπραξε, αλλά να το διαπράξει
ατιμωρητί, γι ̓ αυτό , ‹‹το πάθημα να είναι μάθημα›› μια και ‹‹το να μην
είσαι επιπόλαιος, είναι θείο δώρο ››. Οι ήρωες κινούνται κεντρομόλα γύρω από το
ζήτημα της ασέβειας ̇ η τελευταία είναι εκείνη ‹‹ που γεννά τα πιο πολλά παιδιά
και όλα της μοιάζουν ››. Η αρπαγή ‹‹ όσων δεν πρέπει ›› αφορά τον επιβλητικά
τραχύ Αγαμέμνονα, ενώ η Κλυταιμνήστρα αντιπροσωπεύει την ‹‹ οργή που δεν
ξεχνάει να εκδικηθεί για το θάνατο τέκνου ››. Οπότε, καθένας διεκδικεί εγωιστικά
το δίκιο του, δίκιο όμως που δεν σχετίζεται με την αρμονία της δικαιοσύνης ̇ με
άλλα λόγια, αναζητά ο καθένας μια αλήθεια που να είναι αποκλειστικά δική του. Η
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη με σεμνότητα, άνεση και ακρίβεια αποδίδει μια
Κλυταιμνήστρα μητριαρχικά ισχυρή, μια persona
που
‹‹ σκέφτεται σαν άνδρας ››.
Το όνομα ‘’Αγαμέμνων’’ (αγαν + μεμνων) σημαίνει πολύ
επίμονος, σταθερός, καρτερικός : ιδιότητες που παρέχει αφειδώς η Τέχνη σε
όποιον την δεξιώνεται με τον δέοντα σεβασμό. Τότε οι πολίτες ήταν εξοικειωμένοι
με την υπόθεση των έργων, υπήρχε μια οικειότητα μεταξύ κοινού και δράματος που
συντελούσε στην κατανόηση, άρα, και στην συγκίνηση που θα μπορούσε να προκύψει.
Ο σύγχρονος θεατής, αντί να αναλώνεται σε αναψυκτικά και σουβλάκια κατά την
εξέλιξη του έργου, καλό θα ήταν να συνειδητοποιήσει βαθιά μέσα του πως η Τέχνη
αποτελεί την αορτή της ίδιας του της ζωής, ειδάλλως, ασυγκίνητο θα τον αφήνει
το άκουσμα της φράσης ‹‹ ακόμα και η θάλασσα έπεσε σε λήθαργο ››. Από τον
λήθαργο της στενάχωρα μίζερης εποχής είναι που επιθυμεί να μας τραβήξει ο Αγαμέμνων του Αισχύλου, κι όπως λέει και
ο δανός φιλόσοφος Κίρκεγκωρ, ‘’άραγε, θα καταφέρουμε κρατώντας το μίτο της
Αριάδνης (την αγάπη) να μπούμε στο λαβύρινθο (ζωή) και να σκοτώσουμε το τέρας;
Πόσοι χώνονται στη ζωή (λαβύρινθος) χωρίς να λογαριάσουν το τίμημα ; ‘’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου