από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:
18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.
19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).
20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό,
έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών.
Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με
τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.
7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;
19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ
από το ημερολόγιο του Γεωργίου Ρούσσου:
Ο Μελάς με τσατίζει. Πηγαίνει στην πρώτη
γραμμή και κάνει τάχα επιτόπιο ρεπορτάζ. Μπαρούφες. Δημοσιογραφία
εντυπώσεων. Ύμνοι και κόντρα ύμνοι. Πώς είναι δυνατόν να γράψεις για το
τι συμβαίνει όταν έχεις από πάνω σου δυο λογοκρισίες; Τη μια, του μικρού
Επιτελείου που εδρεύει στα Γιάννινα, και την άλλη, του μεγάλου
Επιτελείου στην Αθήνα; Εγώ προτίμησα μια άλλη γραμμή. Πηγαίνω κάθε
μεσημέρι στα νοσοκομεία και κουβεντιάζω με τους τραυματίες, φαντάρους
και αξιωματικούς. Μου λένε τα πάντα. Εντυπωσιακό στοιχείο: Κανείς δεν
γκρινιάζει. Για τίποτα! Κι ας είναι όλοι με κρυοπαγήματα, με σφαίρες στα
πλευρά, με κομμένα άλλος χέρια, άλλος πόδια.
Ο Μανιαδάκης έστειλε έναν ταγματάρχη της
Ειδικής Ασφάλειας, τον Πολιτόπουλο, στον Παπακωνσταντίνου και σ’ εμένα
για να του πούμε τι βλέπουμε στο Μέτωπο, επειδή είμαστε γνωστοί
αντικαθεστωτικοί. (…) Του τα ‘πα χύμα. Και κυρίως του μίλησα για τους
μόνιμους αξιωματικούς, πολλοί από τους οποίους κάνουν το παν για να μην
προωθηθούν στη ζώνη των επιχειρήσεων, αλλά να μείνουν στις μεγάλες
πόλεις – κυρίως στα Γιάννινα.
Κρυώνω πολύ και φοβάμαι. Γίνονται δυο
βομβαρδισμοί τη μέρα. Κι έχουμε κι έξι εφτά συναγερμούς. Τρέχω συνεχώς.
Για ν’ αποφύγω τις βόμβες αλλά και για να ζεσταίνομαι. Τα καταφύγια
πάντως μάπα. Έτσι και πέσει βόμβα, ούτε κοκαλάκι δεν θα μείνει.
Υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις, όχι μόνο σε
πολεμοφόδια, αλλά και σε τρόφιμα και σε φάρμακα. Και οι μετακινήσεις
δράμα. Πολλοί αεροκοπάνε. Φλεβάρης, τώρα, και σε μια αποθήκη βρέθηκαν
κουραμπιέδες που έπρεπε να έχουν διανεμηθεί στους φαντάρους από τα
Χριστούγεννα! Καταλαβαίνεις τι λούστροι υπάρχουνε;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ από το βιβλίο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
από το βιβλίο του Κώστα Χατζηχρήστου:
Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι ένα
απόγευμα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Είχαμε βγει περίπολο. Σε κάποια
στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους. Αλτ! φωνάζω, και
ξεπετάγονται δυο Ιταλοί φωνάζοντας ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Ρίχτους, ακούω τη
φωνή του λοχαγού πίσω μου. Έντρομοι οι Ιταλοί μου φωνάζουν ΦΡΑΤΕΛΟ –
ΦΡΑΤΕΛΟ. Τι να κάνω τώρα; Βλέπεις υποχωρούσαμε τότε, γιατί είχαν μπει οι
Γερμανοί. Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι είχα να κάνω με δυο αμούστακα
παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Αϊ στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω
ζωντανούς.
Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό, λύκος σκέτος. “Τι είν’ αυτούνοι;” μου λέει άγρια! “Ιταλοί”, του λέω εγώ. “Και γιατί τους έφερες εδώ, δεν σου είπα ρίχτους;” Τσατίζομαι εγώ, παιδί τότε και το αίμα μου έβραζε. Του δίνω το όπλο και του λέω: “Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος!” Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μετά μου λέει: “Πώς σε λένε ρε;” “Κώστα Χατζηχρήστο” του λέω. Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά, πάρτους, δέστους σε κανένα δένδρο, άστους και ψωμί και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θάναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες. Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο κοκορόφτεροι Ιταλοί.
Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό, λύκος σκέτος. “Τι είν’ αυτούνοι;” μου λέει άγρια! “Ιταλοί”, του λέω εγώ. “Και γιατί τους έφερες εδώ, δεν σου είπα ρίχτους;” Τσατίζομαι εγώ, παιδί τότε και το αίμα μου έβραζε. Του δίνω το όπλο και του λέω: “Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος!” Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μετά μου λέει: “Πώς σε λένε ρε;” “Κώστα Χατζηχρήστο” του λέω. Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά, πάρτους, δέστους σε κανένα δένδρο, άστους και ψωμί και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θάναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες. Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο κοκορόφτεροι Ιταλοί.
από το βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου “Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ”
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ
από το Χρονικό 1940-1944 των Α. και Κ. Κύρου:
Το παρακάτω περιστατικό έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1941:
Πενήντα ή εξήντα ανάπηροι, με τα πόδια ή τα
χέρια κομμένα, άλλοι με τα καροτσάκια των και άλλοι με τις πατερίτσες
των, ενεφανίσθησαν εμπρός εις το Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου. Οι
καραμπινιέροι, οι οποίοι εφρουρούσαν ακόμη εκεί, απεπειράθησαν εις την
αρχήν να τους εμποδίσουν. Αλλ’ ήτο τόσον επιτακτική και περιφρονητική η
χειρονομία, με την οποίαν οι επικεφαλής ανάπηροι τους διέταξαν -ναι,
τους διέταξαν!- να παραμερίσουν, ώστε υπεχώρησαν και τους άφησαν να
περάσουν. Οι ανάπηροι εσχημάτισαν ημικύκλιον γύρω από το Μνημείον και
τρεις επροχώρησαν διά να καταθέσουν ένα απέριττον δάφνινον στέφανον. Ο
ένας εκ των τριών αναπήρων, που μόλις κατώρθωνε να βαδίση με τα
“ξυλοπόδαρά” του, εστάθη εις προσοχήν και είπε:
“Νεκροί ήρωες, αδέλφια μας,
Έχουμε πολλά να σας πούμε. Αλλά καταλαβαίνετε ότι, με τις σημερινές συνθήκες, αυτά που θέλουμε να σας πούμε δεν μπορούμε να τα πούμε δυνατά. Εσείς, όμως, δεν έχετε ανάγκη από φωνές και λόγια για να μας καταλάβετε… Ακούστε τι έχουμε να σας πούμε:…”
Εδώ εσώπασε διά δύο λεπτά. Και μία νεκρική σιγή επεκράτησε κατά την συνταρακτικήν αυτήν σκηνήν.
Έπειτα, κατέληξεν απλά:
“Τώρα, σας είπαμε ό,τι θέλαμε να μάθετε. Είμαστε βέβαιοι, ότι μας νοιώσατε”.
Ποτέ άλλοτε δεν ελέχθησαν ωραιότερα λόγια ενώπιον του Εθνικού Μνημείου, από εκείνα που δεν ήκουσαν αυτιά θνητών το πρωινό της 29ης Οκτωβρίου 1941…
“Νεκροί ήρωες, αδέλφια μας,
Έχουμε πολλά να σας πούμε. Αλλά καταλαβαίνετε ότι, με τις σημερινές συνθήκες, αυτά που θέλουμε να σας πούμε δεν μπορούμε να τα πούμε δυνατά. Εσείς, όμως, δεν έχετε ανάγκη από φωνές και λόγια για να μας καταλάβετε… Ακούστε τι έχουμε να σας πούμε:…”
Εδώ εσώπασε διά δύο λεπτά. Και μία νεκρική σιγή επεκράτησε κατά την συνταρακτικήν αυτήν σκηνήν.
Έπειτα, κατέληξεν απλά:
“Τώρα, σας είπαμε ό,τι θέλαμε να μάθετε. Είμαστε βέβαιοι, ότι μας νοιώσατε”.
Ποτέ άλλοτε δεν ελέχθησαν ωραιότερα λόγια ενώπιον του Εθνικού Μνημείου, από εκείνα που δεν ήκουσαν αυτιά θνητών το πρωινό της 29ης Οκτωβρίου 1941…
από το βιβλίο “ΧΡΟΝΙΚΟΝ 1940-1944, ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΤΙΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΔΟΣΙΑ”
“από τις προσωπικές σημειώσεις των δημοσιογράφων Αχιλλέως και Κύρου Αδ. Κύρου”
“από τις προσωπικές σημειώσεις των δημοσιογράφων Αχιλλέως και Κύρου Αδ. Κύρου”
”25η Μαρτίου 1942″ από τον Γ. Καφταντζή
Ο Γιώργος Καφταντζής διηγείται τι συνέβη στη δοξολογία που έγινε στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης στις 25 Μαρτίου του 1942:
Η 25 Μαρτίου 1942 ήταν μια παγωμένη μέρα με
δυνατό βαρδάρη. Αποβραδίς πολλά συνεργεία του ΕΑΜΝ έγραψαν συνθήματα
στους τοίχους και κατέθεσαν λουλούδια στα ηρώα της Θεσσαλονίκης. Και την
άλλη μέρα το πρωί οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην Αγια Σοφιά, που οι
πληγές της απ’ το βομβαρδισμό των Ιταλών ήταν ανοιχτές ακόμα. Στη
δοξολογία χοροστατούσε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, μα δεν
είπε λέξη ως το τέλος για τη μεγαλύτερη εθνική γιορτή του σύγχρονου
ελληνισμού. Μόλις όμως ειπώθηκε το “δι’ ευχών” της απολύσεως, ένας
φοιτητής φώναξε δυνατά μέσα απ’ το πλήθος: “Ζήτω η Ελλάδα!” Η
συγκλονιστική εντύπωση της κραυγής εκείνης κάτω απ’ τους αυστηρούς
θόλους της αρχαίας εκκλησίας ήταν σαν αστραπόβροντο σε αίθριο ουρανό.
Αμέσως μια δεύτερη φοιτητική φωνή ακούστηκε το ίδιο καθάρια και ζεστή:
“Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα!” και τότε όλο το εκκλησίασμα σαν ηλεκτρισμένο
επανέλαβε ένα μυριόστομο “Ζήτω!” που έκανε να ταραχτεί παράξενα η
εκκλησία. Πολλοί κλαίγανε, άλλοι δάγκαναν τα χείλια να μη δακρύσουν,
μερικοί σφίγγανε τις γροθιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου