Χριστιανισμός και Ελληνισμός-Έμφαση στην κοσμολογία
Του Σάββα Αν. Σαββίδη
Savas An. Savides Θεολόγου (ΜΔΕ Θεσσαλονίκης) – Φιλόλογου
Theologian (MPhil) - Philologist *
α. Οι ιστορικές καταβολές του Χριστιανισμούκαι η αποστασιοποίηση του από τον Ιουδαϊσμό
Οι
αρχές του Χριστιανισμού αποτελούν ένα δισεπίλυτο πρόβλημα για την ιστορία. Ο
Χριστιανισμός έχει ως ιστορική αφετηρία ορισμένα γεγονότα που σχετίζονται με τη
ζωή, το θάνατο και την ανάσταση ενός ιστορικού προσώπου, του Ιησού από τη
Ναζαρέτ. Το πρόβλημα της ιστορικής ζωής του Ιησού είναι στενά συνυφασμένο με
το πρόβλημα των ιστορικών πηγών. Τα Ευαγγέλια και έμμεσα τα άλλα κείμενα της Καινής
Διαθήκης απηχούν την πίστη και τη διδασκαλία των πρώτων χριστιανικών
κοινοτήτων. Το δίλημμα, που είχε δημιουργηθεί, μεταξύ «Ιησού της ιστορίας» και «Χριστού
της πίστεως», έχει πια ξεπερασθεί, καθώς όλοι οι σοβαροί ερευνητές
αναγνώρισαν ότι χωρίς τον Ιησού της ιστορίας δε θα μπορούσε να γεννηθεί ο
Χριστός της πίστης. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η ιστορική πλευρά του Ιησού και
του Χριστιανισμού είναι δευτερεύουσα, καθώς το ιστορικό υπόβαθρο του
Χριστιανισμού είναι τόσο ουσιαστικό για την κατανόησή του όσο και η πίστη της
πρώτης Εκκλησίας[1].
Στο ερώτημα για τις ιστορικές καταβολές του Χριστιανισμού η σύγχρονη έρευνα απαντά
ότι οι ιστορικές ρίζες του δεν πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στον Ελληνισμό,
αλλά στον Ιουδαϊσμό των χρόνων εκείνων.[2]
Αποκλείεται λοιπόν κάθε παρουσία και σημασία του Ελληνισμού στις ιστορικές
καταβολές του Χριστιανισμού; Η απάντηση δεν είναι απλή. Η αντιπαράθεση των
δύο, ασυμβίβαστων μεταξύ τους, πνευματικών μεγεθών της εποχής εκείνης συμβάδισε
με μια σταθερή και βαθιά διείσδυση του Ελληνισμού στον Ιουδαϊσμό και αντίστροφα.
Η Αντιόχεια, «κάστρο» του
Ελληνισμού, αποτέλεσε το πρώτο κέντρο στο οποίο μεταφυτεύθηκε ο Χριστιανισμός
από τα Ιεροσόλυμα, για να μεταφερθεί από εκεί στην υπόλοιπη ελληνορωμαϊκή
οικουμένη. Με την εγκατάσταση εκεί των «ελληνιστών», μετά την εκδίωξή τους από
τα Ιεροσόλυμα[3]
(Πραξ. 8, 1), και τον αγώνα τους για την αποδοχή στη χριστιανική
κοινότητα μη Ιουδαίων, Ελλήνων «Εθνικών», χωρίς δεσμεύσεις στο μωσαϊκό νόμο,
είχαμε το πρώτο άνοιγμα του Χριστιανισμού στον καθαρά ελληνικό χώρο. Εκεί
για πρώτη φορά δόθηκε η ονομασία Χριστιανοί
σε όσους είχαν βαπτισθεί, ο Χριστιανισμός έπαυσε να θεωρείται ιουδαϊκή
αίρεση, η Αντιόχεια έγινε το κέντρο της όλης χριστιανικής ιεραποστολής στα έθνη[4],
με κύριο εκφραστή της τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος -από πρωταγωνιστής του
διωγμού της[5]-
ακολούθησε κατόπιν το δρόμο που είχαν ανοίξει οι «ελληνιστές» και δε μπορούσε πια να κλείσει[6].
Από την πρόσληψη και αποδοχή των εθνικών στη χριστιανική κοινότητα,
προχώρησε η πρώτη Εκκλησία σε ένα δεύτερο βήμα: στην αναζήτηση των Εθνικών με
την ιεραποστολή. Για τον Απόστολο Παύλο, εμπνευστή -μαζί με το Βαρνάβα- αυτού
του σχεδίου, αρχικά η ιεραποστολή στους Έλληνες παρέμενε δευτερεύουσα
συγκριτικά με το κήρυγμα προς τους Ιουδαίους[7].
Με αυτή την ιεράρχηση ξεκίνησε η πρώτη αποστολική περιοδεία (47-48 μ.Χ.). Το 49
μ.Χ. ξέσπασε στην Αντιόχεια η πρώτη σοβαρή κρίση σχετικά με τη θέση και τον
τρόπο εισόδου των Εθνικών στο Χριστιανισμό (Πραξ. 15, 1)[8].
Η σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού πέρασε μια καίρια φάση της, ουσιαστικά
κρινόταν το μέλλον της στην ιστορία. Συγκλήθηκε η Αποστολική σύνοδος που έδειξε
ότι το πρόβλημα Χριστιανισμού - Ελληνισμού είχε βαθιές θεολογικές πτυχές
που απαιτούσαν διασάφηση: μη τήρηση του μωσαϊκού νόμου από τους Έλληνες που
γίνονταν Χριστιανοί ως θέμα τακτικής (διευκόλυνση αποδοχής του Χριστιανισμού)
ή αρχής (ελευθερία από το νόμο); Αποκλειστικότητα του ιουδαϊκού χαρακτήρα του
Χριστιανισμού ή οικουμενικότητα[9];
Τη διασάφηση του προβλήματος ανέλαβε ο μεγάλος θεολόγος της
εποχής, Απόστολος Παύλος, Ιουδαίος και μάλιστα Φαρισαίος, αλλά συγχρόνως
ελληνιστής στην παιδεία και τη σκέψη[10].
Άρχισε από τη ριζική αναθεώρηση της θεολογίας των Φαρισαίων, οι οποίοι πίστευαν
ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται έναντι του Θεού μόνο αν τηρήσει ολόκληρο το νόμο. Έθεσε
στον Πέτρο και κατ’ επέκταση σε όλους τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς το ερώτημα:
«…Εἰ σύ Ἰουδαίος ὑπάρχων
ἐθνικῶς και οὐχί Ἰουδαϊκῶς ζῇς, πῶς τά ἔθνη ἀναγκάζεις Ἰουδαΐζειν;…», Γαλ. 2, 14. Εφόσον η σωτηρία του
ανθρώπου στηριζόταν πλέον στην πίστη και στο πρόσωπο του Χριστού -και όχι στην
πιστή τήρηση του νόμου- η πόρτα άνοιγε και σε όσους δεν τηρούσαν ή ούτε καν γνώριζαν
το νόμο[11].
Τη δεκαετία 50-60 μ.Χ. συντελέστηκε το μεγάλο βήμα στην πορεία του
Χριστιανισμού προς τον Ελληνισμό: η αναλογία των Ελλήνων στις χριστιανικές
κοινότητες σε σχέση με τούς Ιουδαίους αύξανε διαρκώς, η μειονότητα έγινε
πλειονότητα και, στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ανέλαβαν την ηγεσία των
τοπικών Εκκλησιών. Στα πρόσωπα του Τιμόθεου, του Τίτου και του Λουκά είχαμε τους
πρώτους Έλληνες που ασκούσαν ηγετικό ρόλο σε αντικατάσταση της πρώτης
αποστολικής γενιάς. Σε μια ακόμη δεκαετία, μετά την πτώση των Ιεροσολύμων (70
μ.Χ.)[12],
έγινε συνείδηση στην Εκκλησία ότι το μέλλον του Χριστιανισμού ήταν συνυφασμένο
οριστικά με τον Ελληνισμό. Τη συνείδηση αυτή απηχούσαν ήδη το Ευαγγέλιο του
Λουκά και οι Πράξεις. Πέρα από τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε η Αποστολική
σύνοδος[13],
εκείνο που έδωσε σάρκα και οστά στην εξέλιξη αυτή ήταν η καταπληκτική σε έκταση,
σε πίστη και σε θυσίες δραστηριότητα αναρίθμητων αποστόλων με προεξάρχοντα τον
Παύλο[14],
ο οποίος -όσο κανείς άλλος- μόχθησε στον ελληνικό χώρο, είτε για να ιδρύσει
είτε για να στερεώσει Εκκλησίες[15].
β.
Με τον Απόστολο Παύλο
ο
Χριστιανισμός ανοίγεται στα «έθνη»
Ο μόχθος του Απόστολου Παύλου συνοψιζόταν στις «αποστολικές περιοδείες», την πιο επίσημη
ιστορική μαρτυρία της εξάπλωσης του Χριστιανισμού στον ελληνικό κόσμο[16].
Με τη νέα εποχή συνέπεσε η δεύτερη αποστολική περιοδεία (49-52 μ.Χ.), που περιλάμβανε
και τον ερχομό στη Μακεδονία, την ίδρυση της -πρώτης επί ευρωπαϊκού εδάφους-
Εκκλησίας των Φιλίππων καθώς και την επίσκεψη στην Αθήνα. Μιλώντας στον Άρειο
Πάγο και απευθυνόμενος σε ακροατές που, έχοντας ακούσει φιλοσόφους, είχαν
ανάλογες προσλαμβάνουσες παραστάσεις[17],
δε φαίνεται να είχε επιτυχία, με πιθανότερη πέτρα του σκανδάλου το κήρυγμα
περί ανάστασης των νεκρών[18].
Ακολούθησαν άλλες δύο περιοδείες[19]
του Παύλου, που περιλάμβαναν την Ελλάδα, και το ερώτημα που ανέκυπτε ήταν:
ποια η θέση του Ελληνισμού σε μια θρησκεία που ξεπήδησε ιστορικά από τις
προσδοκίες του Ισραήλ; Πώς ήταν δυνατό να διαφυλαχθεί ο αρχικός χαρακτήρας της
νέας πίστης; Ο Παύλος πέρασε μέσα από την καρδιά του προβλήματος. Η σχέση του
με τον Ελληνισμό και ο τρόπος με τον οποίο «προσλαμβανόταν» στη σκέψη του η
ελληνική «σοφία» είχε αποφασιστική σημασία για την εξέλιξη των σχέσεων
Χριστιανισμού και Ελληνισμού στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες[20].
Ο Παύλος γεννήθηκε και έζησε -τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της ζωής
του- στην Ταρσό της Κιλικίας, μια πόλη όπου η ελληνική παιδεία είχε διεισδύσει
βαθύτατα[21].
Να μη λησμονούμε πως οι Ιουδαίοι της εποχής του είχαν εξελληνισθεί τόσο στη
διασπορά[22]
όσο και στην Παλαιστίνη[23].
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο Παύλος γνώριζε την Παλαιά Διαθήκη και τη
χρησιμοποιούσε στις επιστολές του από την ελληνική μετάφραση των Ο΄. Χρησιμοποιούσε
με χάρη και δύναμη την ελληνική γλώσσα. Δε δίσταζε να δανείζεται κοσμοθεωρητικά
σχήματα από την ελληνική φιλοσοφία, όπως οι αντιπαραβολές του ιδεατού και του εμπειρικού
κόσμου[24],
των «όντων» και των μη «όντων»[25].
Τελικά ως ποιο σημείο είχαμε στο πρόσωπο του Παύλου έναν «εξελληνισμό» του
Ιουδαϊσμού και κατ’ επέκταση του αρχικού Χριστιανισμού;
Παρά τη γνωριμία του με την ελληνική παιδεία, οι ρίζες της σκέψης
του παρέμεναν πάντα εβραϊκές. Αγκάλιαζε τόσο τους εβραίους όσο και τα έθνη,
αλλά παρέμεινε μέχρι τέλους Ιουδαίος Χριστιανός. Ο Παύλος κατανοείται σωστά
μόνο ως πρωτότυπος στοχαστής, που έδινε τόσο στις εβραϊκές όσο και στις
ελληνικές κατηγορίες και λέξεις νέο περιεχόμενο και σημασία, εμπνευσμένα από το
γεγονός του Χριστού και την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην
Εκκλησία. Η θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας από τη σκοπιά του Χριστού,
οδηγούσε τον Παύλο σε άρνηση της «σοφίας του κόσμου τούτου». Ήταν σαν να κόβει
τις γέφυρες με τον Ελληνισμό, καθώς οι Έλληνες «σοφίαν ζητούσι» και γι’ αυτό
ακριβώς δεν ανέχονταν τη «μωρία» του
σταυρού. Προχωρώντας, όμως, αμέσως παρακάτω έλεγε ότι ο σταυρός του Χριστού ήταν
για Ιουδαίους και Έλληνες όχι μόνο «Θεού δύναμις» αλλά και «Θεού σοφία»[26].
γ.
Η
κοσμολογία καθοριστικό κεφάλαιο
των
σχέσεων Ελληνισμού και Χριστιανισμού
Επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην κοσμολογία, καίριο στοιχείο της
ζωής κατά την ελληνική προσέγγιση, τόσο της αρχαίας κλασικής όσο και της
ελληνιστικής εποχής, και σταθερό σημείο αναφοράς κάθε έρευνας των σχέσεων
Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Η συνάντηση στο επίπεδο της κοσμοθεωρίας
δημιούργησε συγκρούσεις, αλληλοεπιδράσεις αλλά και ιστορικής σημασίας
μεταμορφώσεις τόσο στον Ελληνισμό όσο και στο Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός,
έχοντας τις ιστορικές καταβολές του στον Ιουδαϊσμό, έφερε μαζί του τη λεγόμενη
βιβλική θεώρηση του κόσμου. Σύμφωνα με αυτή ο κόσμος δεν ήταν αυθυπόστατος
ούτε αυτοεξήγητος. Η κατανόηση και η βίωσή του προϋπέθεταν ένα ον εντελώς
ελεύθερο από τον κόσμο, το Θεό. Οτιδήποτε υπήρχε ήταν αποτέλεσμα της ελευθερίας,
της θέλησης και της ενέργειας Του στο χώρο και το χρόνο. Έτσι η βιβλική σκέψη έφτανε
στο σημείο να βλέπει τα πάντα από τη σκοπιά της ιστορίας. Μια τέτοια νοοτροπία,
όμως, ήταν φυσικό να συναντήσει δυσκολίες στον ελληνικό χώρο[27].
Και αυτό όχι γιατί η ελληνική σκέψη ήταν άθεη -κάθε άλλο. Από την
κλασική ακόμη εποχή οι Έλληνες καλούσαν τη φιλοσοφία τους «θεολογία». Σε αυτό
το σημείο η προσοχή πηγαίνει πίσω στον Δ΄ αιώνα π.Χ. και στην Αθήνα, όπου ο
φιλοσοφικός λόγος βρισκόταν στο προσκήνιο και έφτανε στην κλασική του ακμή. Ο
Αριστοτέλης διαιρούσε τη φιλοσοφία του σε πρακτική, ποιητική και θεωρητική, με
τη Θεολογία να ανήκει στο θεωρητικό κλάδο. Στο συστηματικό δοκίμιό του για τη
θεολογία (βιβλίο Λ, επιστέγασμα των «Μετά τα φυσικά»)
την ανακήρυττε ως ένα από τα πιο σημαντικά τμήματα της φιλοσοφίας του, ως
κορύφωση της οντολογίας (μεταφυσικής) του. Κατανοείται καλύτερα η έννοια της
«πρώτης φιλοσοφίας» ως θεολογίας με μια αναδρομή στο πνευματικό κλίμα της εποχής
και με την επισήμανση ότι η πνευματική μεσολάβηση της ελληνικής σκέψης και
των κατηγοριών της ήταν απαραίτητη, ειδικά για τις συζητήσεις πάνω σε
θρησκευτικά θέματα.
Το αντικείμενο της θεωρητικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη ήταν ό, τι
υπάρχει αφ’ εαυτού. Ήταν ο υπερβατικός Θεός του Σταγειρίτη, που ερχόταν σε
αντίθεση με τη διαδεδομένη αντίληψη των Ελλήνων περί Θεού δεμένου πάντοτε με
τον κόσμο. Συμφωνούσε κατ’ αρχήν με τον Πλάτωνα ότι ο Θεός δεν ήταν η προϋπόθεση
ερμηνείας, αλλά το συμπέρασμα στο οποίο έφτανε κανείς εξετάζοντας τον κόσμο[28].
Ο Θεός κατείχε στην τελειότητά του το Είναι και γι’ αυτό ήταν -κατά τον
πληρέστερο τρόπο- αντικείμενο της φιλοσοφίας, ύψιστο μέτρο όλων των πραγμάτων[29].
Ο Αριστοτέλης διαφωνούσε με τον Πλάτωνα, όταν εκείνος υποστήριζε στον «Τίμαιο» ότι ο Θεός δημιούργησε τον
κόσμο από την προϋπάρχουσα ύλη. Στο «Περί
Φιλοσοφίας» έργο του δίδασκε ότι ο κόσμος υπήρχε προαιώνια και δεν είχε καμία
αρχή[30].
Για το Σταγειρίτη η ύλη ήταν αγέννητη - αιώνια, αμφισβητούσε ρητά τη θεωρία
περί δημιουργίας του κόσμου[31].
Ο κόσμος ήταν αγέννητος και άφθαρτος (μάταιος κάθε φόβος περί καταστροφής
του, ωσάν να επρόκειτο για τεχνικό κατασκεύασμα). Όσοι υποστήριζαν τη θεωρία
περί δημιουργίας ήταν ένοχοι φοβερής αθεΐας, όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Η
επέμβαση του Θεού στον κόσμο ήταν έμμεση και αφορούσε στην προαιώνια επίδρασή
του επί της φύσεως, επίδραση η οποία ενέπνεε έρωτα σε αυτή και την έθετε σε
κίνηση, ωθώντας έτσι τον κόσμο στην προαιώνια ύπαρξη[32].
Ήταν αδιανόητο για τον αρχαίο Έλληνα να προϋποθέτεις ένα Θεό που δε
δεσμεύεται από το Είναι. Πρώτα υπάρχεις και ύστερα δρας ελεύθερα. Η ελευθερία
που αυθαιρετούσε έναντι του κόσμου και της αρμονίας του ήταν ύβρη που τιμωρούνταν
ακριβά. Αυτό δίδασκε με συνέπεια και η αρχαία τραγωδία. Έπρεπε ο Έλληνας να
αναστρέψει την κοσμοθεωρία του, να μάθει να σκέφτεται ιστορικά και να ανάγει το
Είναι στην ελευθερία. Αλλά το πρόβλημα είχε και την αντίθετη πλευρά. Με το να
θέτει το ερώτημα περί Χριστού -ή περί κόσμου- οντολογικά και όχι ιστορικά ο
Έλληνας υποχρέωνε τους κήρυκες του Χριστιανισμού να βρουν τρόπους να
εκφράσουν την πίστη τους με οντολογικές κατηγορίες. Εδώ ακριβώς άρχιζε η μεγάλη
δυσκολία, αλλά και η μεγάλη δυνατότητα. Εδώ γεννιόταν ο εκχριστιανισμένος Ελληνισμός[33].
Η δημιουργική συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στα πρόσωπα των πρώτων
Πατέρων[34]
της Εκκλησίας θα έκρινε οριστικά και ευεργετικά την πορεία όχι μόνο της ελληνικής
αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Στην πατερική περίοδο, άλλωστε, επρόκειτο να
διαφωτιστεί πλήρως και η οντολογική θεώρηση της χριστολογίας, η οποία είχε προκύψει
την εποχή της Καινής Διαθήκης ως αποτέλεσμα της επαφής και σύνδεσης της
αρχικής χριστολογίας με την ελληνική κοσμολογία[35].
δ.
Η δημιουργική συνάντηση και
η γένεση του εξελληνισμένου
Χριστιανισμού
Η ταυτότητα του Χριστού («…Τίνα με λέγουσιν εἶναι;…», Λουκ. 9, 18 & Μαρκ. 8, 27) δε βρισκόταν πια, όπως
στην αρχή, σε μια απλή αναφορά στην εσχατολογία («Υιός του ανθρώπου» που θα κρίνει τον κόσμο), αλλά συνδεόταν ήδη με
την αρχή του κόσμου, τον οποίο ο Χριστός συντηρούσε ή ερμήνευε. Η θεία
ταυτότητα του Χριστού δηλωνόταν με τρόπο οντολογικό. Η προσαρμογή συνεχιζόταν
με τη σύνδεση του Χριστού με την ελληνική ιδέα του κόσμου, του οποίου ήταν η
αρχή[36].
Η σύνδεσή Του με την ελληνική κοσμολογία προχωρούσε ακόμη πιο πέρα, δεν ήταν
μόνο η αρχή αλλά και η δύναμη που συνείχε και συγκροτούσε σε ενότητα τον
κόσμο[37].
Η ελληνικότατη αυτή δύναμη ταίριαζε απόλυτα με το «Λόγο» των Στωικών (άλλοτε του Ηράκλειτου) [38],
την κεντρική έννοια του συστήματός τους. Ο Λόγος τα δημιούργησε όλα από τον
εαυτό του και τα συγκρατούσε, ήταν η Πρόνοια, η πρόβλεψη που κυβερνούσε, ήταν
προπάντων Θεός[39].
Τελείως διαφορετικά ήταν τα γνωρίσματα της θεότητας του πρεσβύτερου, επίσης
Έλληνα όμως, Αριστοτέλη. Η θεότητα εκείνου δεν προνοούσε για τον κόσμο, δεν
τον διαπερνούσε όπως ο Λόγος των Στωικών, ούτε τον κυβερνούσε[40]
όπως το πνεύμα Πρόνοιας της ίδιας σχολής. Όταν ο Αριστοτέλης εξέταζε τη φύση
του Θεού, αισθανόταν ότι η απόδοση σε Εκείνον κάποιου πρακτικού ενδιαφέροντος
για τον κόσμο θα μείωνε την τελειότητά Του.
Η προσπάθεια για εμβάθυνση στα γνωρίσματα τού Θεού του Αριστοτέλη,
περνά και πάλι μέσα από μια σύντομη ματιά στο «άκρο αγαθό» του δασκάλου
του. Ο Πλάτωνας συνέδεε την αληθινή και ανώτατη ηδονή με την προσπάθεια του
φιλοσόφου να γνωρίσει την Ιδέα του αγαθού (Εν)[41].
Aυτή η ενότητα αισθητού
και νοητού κόσμου, που επιτυγχανόταν με την ερωτική μέθεξη του θνητού στο
αθάνατο, ήταν περισσότερο μια εικόνα που δε μπορούσε να εξαλείψει τη δυαρχία,
καθώς η ουσία (ιδέα) του Πλάτωνα βρισκόταν έξω από τα αντικείμενα. Η
σύγκρουση με τον Αριστοτέλη ήταν αναπόφευκτη[42].
Ο δρόμος του φιλοσόφου ολοκληρωνόταν για το Σταγειρίτη στη θέαση του θεϊκού.
Θεωρούσε ανεπαρκή την παραπάνω μετοχή, καθώς ο χωρισμός ιδεών-αισθητών πραγμάτων
στερούσε από τα δεύτερα την ουσιαστική ύπαρξη. Ο Αριστοτέλης κατάφερε να μας
δώσει ένα κοσμοείδωλο πραγματικά μονιστικό[43].
Φυσική και μεταφυσική ήταν για εκείνον μια πραγματικότητα σε μια
διαρθρωμένη δομή πραγμάτων και κινήσεων. Μετέφερε με επιτυχία τις ιδέες (είδη)
από τον ουρανό στη γη (μέσα στα πράγματα)[44],
μετατρέποντας την ανεπαρκή μέθεξη του θνητού στο αθάνατο σε νοητά είδη που
βρίσκονταν στην ύλη και τη μορφοποιούσαν.
Η ιδέα του Αριστοτέλη ήταν το «είδος» που υπήρχε μέσα στα αισθητά
και αποτελούσε τον πυρήνα της ύπαρξής τους. Το κάθε συγκεκριμένο και μερικό ον
αγωνιζόταν κάθε στιγμή να συνειδητοποιήσει - πραγματώσει την ουσία (το είδος)
του κινούμενο προς αυτό. Για να μπορούν ύλη και μορφή (είδος)[45]
να έχουν εκείνη τη σχέση που να επιτρέπει στη μορφή να πραγματοποιηθεί μέσα
στην ύλη χρειαζόταν μια τρίτη αρχή, η αρχή της κίνησης[46].
Η κίνηση αυτή ήταν η μετάβαση από τη δυνατότητα μιας μορφής (δυνάμει ον) στην πραγμάτωσή της (ενεργεία ον). Για κάθε τέτοια κίνηση
χρειαζόταν να προϋπάρχει πάντοτε ενέργεια[47], κάθε κίνηση είχε την αιτία της σε
προϋπάρχουσα αυτής ενέργεια[48].
Επίσης όλες οι κινήσεις βρίσκονταν σε συνάρτηση μεταξύ τους και σχημάτιζαν
μια αλυσίδα κινήσεων. Απαιτούνταν ένα σημείο αφετηρίας (μια πρώτη αρχή),
γιατί διαφορετικά θα υπήρχε μια πορεία προς τα πίσω που δε θα είχε τέλος, θα
μηδενιζόταν όλη η σειρά των ενεργειών και των κινήσεων στερούμενη μια πρώτη
αρχή.
Έπρεπε, λοιπόν, να δεχθεί κάποιος για όλες τις φυσικές διαδικασίες
την ύπαρξη μιας πρώτης αρχής απόλυτα έξω από αυτές. Μια τέτοια αρχή έπρεπε να
είναι καθαρή ενέργεια, ουσία και είδος[49]
καθώς, όπως ειδώθηκε, κάθε ενέργεια είχε την πηγή της στην ουσία και το είδος.
Μια τέτοια αρχή δεν ήταν δυνατό να υπόκειται σε κίνηση και αλλοίωση, γιατί, αν
συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε να δεχθεί κάποιος μια άλλη υψηλότερη αρχή, η οποία
και θα προκαλούσε την κίνησή της. Διαφωνούσε έντονα ο Αριστοτέλης με την πλατωνική
ιδέα, κατά την οποία πρωταρχικό στοιχείο της κίνησης θα μπορούσε να ήταν και
πάλι κίνηση. Κατ’ απόλυτο γενικό τρόπο το κινούν ως τέτοιο δε μπορούσε να
κινείται από άλλο, γιατί το κινούν ήταν «ενεργεία» εκείνο που το κινητό ήταν
«δυνάμει»[50].
Η κατάληξη ήταν μια αρχή με θεϊκά χαρακτηριστικά, ακίνητη και αμετάβλητη, ευρισκόμενη
έξω από τη φυσική διαδικασία (ύλη, χώρο-χρόνο) και κινούσα τον κόσμο, με την
έννοια ότι όλα έτειναν προς αυτήν. Το «πρώτο κινούν» και «κινούν
ακίνητο», ήταν αυτό που βρήκε η χριστιανική Εκκλησία στον Αριστοτέλη.
Βάσει των παραπάνω, εξηγούνταν με ευκολία η επικράτηση του
«πολυσυλλεκτικού και ελαστικού» κοσμοθεωρητικού συστήματος της Στοάς, το οποίο
επηρέασε τον Απόστολο Παύλο[51],όπως
τον Ιωάννη πριν και τους Απολογητές μετά απ’ αυτόν, και ευρύτερα τους Έλληνες και
τους Ρωμαίους[52].
Προσχωρώντας στη στωική έννοια του «Λόγου»,
η χριστολογία ικανοποιούσε ένα ακόμη «πάθος» των Ελλήνων, τη δίψα για την
ερμηνεία του κόσμου, δίνοντας όμως και την εντύπωση ότι εξελληνιζόταν. Στην
πραγματικότητα ήταν ο Ελληνισμός εκείνος που, μέσα από τη δημιουργική
συνάντησή του με το Χριστιανισμό, υπέστη βασικές μεταμορφώσεις. Η διαφώτιση
της οντολογικής θεώρησης της χριστολογίας στην πατερική περίοδο, δείχνει ότι η
οντολογική χριστολογία συνοδευόταν από όρους που υποχρέωσαν το ελληνικό πνεύμα
να αλλάξει τον τυπικό προσανατολισμό του. Η ταύτιση του Ιησού με το Θεό κατά
τρόπο οντολογικό συνοδευόταν από εκφράσεις που εισηγούνταν λεπτές διακρίσεις
στην οντολογία. Ο Χριστός ήταν βέβαια Θεός, αλλά με την έννοια της εικόνας του
Θεού, ο οποίος παρέμενε αόρατος: «….εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου…», Κολ. 1, 15[53].
Το ίδιο συνέβαινε και με την έκφραση: «...χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ…»,
Εβρ. 1, 3, η οποία, συνοδευόμενη από την έννοια «…ἀπαύγασμα τῆς δόξης…», μετέφερε τη σκέψη
από τον καθαρά οντολογικό στο λειτουργικό και ιστορικό χώρο[54].
Εξίσου αποφασιστικές, όμως, ήταν και οι αλλαγές που συνόδευαν την
εισαγωγή της ελληνικής κοσμολογίας στη χριστολογία. Η «στατική» κοσμολογία της
ελληνικής σκέψης, που συνοψιζόταν στην ύπαρξη του κόσμου και τη συντήρηση της
αρμονίας του (πρβλ. «Λόγο» της
Στοάς) και όχι στη χρονική ή ιστορική αρχή του, άλλαξε όταν ο Χριστός συνδέθηκε
με την αρχή του κόσμου. Η σύνδεση αυτή συνοδευόταν μόνιμα από τη σαφή αναφορά
στην έννοια της δημιουργίας ως γεγονότος. Στον ύμνο (1, 15-17)[55]
της «Προς Κολοσσαείς» επιστολής γίνεται λόγος πάντοτε για κτίση: «…Πρωτότοκος[56]
πάσης κτίσεως…» και όχι για κόσμο.
Ο Χριστός χαρακτηρίζεται με μια έννοια χρονική, ως ο «…πρό πάντων[57]…», δίπλα ακριβώς στο τυπικά ελληνικό: «…τα
πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκεν[58]…»[59].
δ.
Επίλογος
Να μου επιτραπεί, στο σημείο αυτό, να εξηγήσω τους λόγους που με
έκαναν να εστιάσω την προσοχή μου στον Απόστολο Παύλο και τον Αριστοτέλη
αντίστοιχα κατά την ανάπτυξη του θέματός μου, εμπιστευόμενος κατόπιν στην
κρίση σας την αποτίμηση της προσπάθειάς μου. Ανέφερα παραπάνω ότι η επίσκεψη του
Παύλου στην Αθήνα και η ομιλία του στον Άρειο Πάγο φάνηκαν ανεπιτυχείς. Ίσως
δεν αξιολογείται, όμως, σωστά η σημασία της διακήρυξης που έκανε στο
πνευματικό κέντρο του τότε πολιτισμένου κόσμου. Εστίασε στη μεγάλη και βασική
αλήθεια πως ο Θεός: «…ἐποίησέν
τε ἐξ ἐνός πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί παντός προσώπου τῆς γῆς…», Πραξ.
17, 26, διακηρύσσοντας έτσι έναν καθαρό ανθρωπισμό και την ενότητα
όλων των λαών[60].
Η στιγμή ήταν κοσμοϊστορική, ο Χριστός εντελλόταν το περιεχόμενο του απολυτρωτικού
Του έργου στις ανθρωπιστικές αξίες και τον πνευματικό θησαυρό της Ελλάδας[61],
της εμπιστευόταν Εαυτόν και το Ευαγγέλιο Του, προκειμένου μέσω αυτής να
φωτισθεί ο κόσμος εις Χριστόν. Την κοσμοϊστορική αυτή αποστολή ανέθεσε ο Κύριος
στην Ελλάδα μέσω του Παύλου[62].
Ο Απόστολος των Εθνών γνώριζε την Παλαιά Διαθήκη και τη
χρησιμοποιούσε στις επιστολές του από την ελληνική μετάφραση των Ο΄, δίδασκε
και αλληλογραφούσε στην ελληνική γλώσσα. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός
ότι ο Ελληνισμός έδωσε τις μορφές[63]
και ο Χριστιανισμός το περιεχόμενο. Όπως εκτίμησαν αργότερα και οι Πατέρες[64],
ο Χριστιανισμός με γενναία βήματα κατόρθωσε να ξεφύγει από τους κινδύνους που
εγκυμονούσε ο απομονωτισμός των πρώτων καιρών και όχι μόνο δεν πρόδωσε, αλλά
αντίθετα ανέπτυξε και συστηματικά θεμελίωσε τα δικά του μηνύματα με τα όπλα του
φιλοσοφικού λόγου[65],
διατηρώντας αλώβητη την καθαρότητά τους[66].
Δε ζητούνταν η αλήθεια από τον ελληνικό λόγο, την αλήθεια μάς την είχε αποκακύψει
ο Θεός. Ο λόγος, η φιλοσοφία θεράπευαν την ανάγκη μας για σωστή κατανόησή
της. Συνεπώς είχαμε εκχριστιάνιση του Ελληνισμού και όχι το αντίθετο[67].
Ακριβώς εκείνος ο εκχριστιανισμένος Ελληνισμός αποτελεί σήμερα όχι απλά την
στενά νοούμενη «εθνική», αλλά την οικουμενική
ορθοδοξία [68].
Αναμφισβήτητα ούτε η σύγχρονη Ελλάδα ούτε και η Ευρώπη είναι απλώς αρχαίο
ελληνικό πνεύμα. Είναι φανερό ότι ο κυριότερος ιστορικός παράγοντας που
παρεμβάλλεται ανάμεσα στον αρχαίο Ελληνισμό, την Ευρώπη και τη σύγχρονη
Ελλάδα είναι ο Χριστιανισμός[69],
και μάλιστα στην ορθόδοξη οικουμενική του διάσταση.
Περνώντας από τον Απόστολο Παύλο στον Αριστοτέλη, έρχονται στο νου
όσα ειπώθηκαν για το ρόλο της Αντιόχειας και της Εκκλησίας της στο «άνοιγμα των
φτερών» του Χριστιανισμού στον κόσμο[70].
Εκεί ξέσπασε και η πρώτη σοβαρή κρίση σχετικά με τη θέση και τον τρόπο εισόδου
των εθνικών στο Χριστιανισμό[71],
η έκβαση της οποίας επρόκειτο να κρίνει το μέλλον της σχέσης Χριστιανισμού
και Ελληνισμού στην ιστορία. Τη διασάφηση του προβλήματος στην Αποστολική
σύνοδο ανέλαβε, όπως ειπώθηκε, ο Απόστολος Παύλος. Η συναίνεση και ο
πραγματισμός που επικράτησαν στις εργασίες της συνόδου σε συνδυασμό και με
την απόφασή της, η οποία αποτέλεσε θρίαμβο του πνεύματος ελευθερίας στο έργο του
ευαγγελισμού[72]
ίσως να μην ήταν άσχετα με την επίδραση που είχε ασκήσει ο ρεαλισμός και ο
εμπειρισμός του Αριστοτέλη στην Αντιόχεια.
Ρεαλισμός και εμπειρισμός διακρίνονταν και σε ό, τι βρήκε η χριστιανική
Εκκλησία στον Αριστοτέλη, δηλαδή στο «πρώτο κινούν» και «κινούν
ακίνητο» του, και τον αντιδιέστελαν από τον ιδεαλισμό του δάσκαλού του,
Πλάτωνα, στον οποίο βρήκε η χριστιανική Εκκλησία το «άκρο αγαθό». Δεν
τον απομάκρυναν, όμως, αρκετά από τη γενική περί Θεού έννοια της αρχαίας ελληνικής
φιλοσοφίας, την οποία και ήλθαν να ανατρέψουν οι Πατέρες χρησιμοποιώντας στη
θεολογία τους ελληνικούς φιλοσοφικούς όρους, όπως ουσία, ενέργεια, υπόσταση,
πρόσωπο.
Το στατικό, ακίνητο και ακοινώνητο θείο, του οποίου κάθε κίνηση ή
κοινωνία με τον κόσμο συνιστούσε ατέλεια, αντιτίθετο πλήρως στην πίστη των
Πατέρων, οι οποίοι θεωρούσαν την τελειότητα του Θεού ασυμβίβαστη με την
ακινησία και την ακοινωνησία. Αποδεικνύεται περίτρανα ότι, χρησιμοποιώντας τη
φιλοσοφία στην ανάπτυξη της διδασκαλίας τους, όχι μόνο δεν επηρεάστηκαν, αλλά
αντίθετα κατόρθωσαν με τη βοήθειά της να ανατρέψουν εκ βάθρων βασικές
αρχαιοελληνικές αντιλήψεις χάριν των χριστιανικών αληθειών[73].
* Εισήγηση Θ’ Θεολογικού Συνεδρίου, Σκιάθος 4-6 Ιουλίου 2003 υπό την αιγίδα του του
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος, κ.
Χρυσοστόμου.
Βιβλιογραφία
Αγουριδης,
Εισαγωγή
Κ. Δ. : Σ. Αγουριδης,
Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Αθήναι 1971 (Αφοί
Γρηγόρη).
Allan,
Aristotelis De Caelo : D. J. Allan «Aristotelis De Caelo», S.C.B.O, London 1950 (Oxford University Press).
Brehier, Ιστορία Φιλοσοφίας
: E. Brehier, Ιστορία της
Φιλοσοφίας, Αθήνα 1957 (“Συρόπουλοι-Κουμουνδουρέας
ο.ε.”).
Burnet, Respublica : J. Burnet, Respublica, Platonis
opera, vol. 4. Oxford: Clarendon Press, 1902 (repr.
1968), T.L.G.
During,
Αριστοτέλης
: I. During, Ο Αριστοτέλης,
παρουσία και ερμηνεία της σκέψης του, τ. Α’, 2η έκδοση, Αθήνα
1994 (ΜΙΕΤ).
Φειδας, Ιστορία Α΄ : Β. I. Φειδας, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’,
Αθήνα 1992.
Φουγιασ, Ελληνικό υπόβαθρο
Χριστιανισμού : Μ. Γ. Φουγιασ, Το ελληνικό υπόβαθρο του
Χριστιανισμού, Αθήνα (Αδεε).
Γεωργούλης, Αριστοτέλης : Δ. Κ. Γεωργούλης,
Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης, Θεσσαλονίκη 1962 (ΙΛΕΧ).
Γιανουλατος, Παγκοσμιότητα και
Ορθοδοξία : Αναστασιοσ Γιανουλατος (Αρχιεπίσκοπος Τιράνων), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία,
Αθήνα 2000 (Ακρίτας).
Χρηστου, Ελληνιστικός κόσμος : Π. Χρηστου, «Η περί τού Ελληνιστικού
κόσμου κρίσις τού Αποστόλου Παύλου», Θ.Μ., 11-46.
Χρηστου, Τετράστιχο Επιμενίδου
: Π. Χρηστου, «Ο Απόστολος Παύλος
και το τετράστιχον τού Επιμενίδου», Θ.Μ., 79-85.
Χριστοδουλος, Πορεία Χριστιανισμού : Χριστοδουλος
Παρασκευαϊδης (Αρχιεπισκόπου Αθηνών),
«Η διαχρονική πορεία του Χριστιανισμού», ΙΩΒΗ, 37-44.
Ιωαννιδης, Παύλος και Στωικοί : Β. Χ. Ιωαννιδης, Ο Απόστολος Παύλος και οι Στωικοί φιλόσοφοι. Αι
Ιδέαι αυτών περί θείου προορισμού και περί ανθρώπινης ελευθερίας, Θεσσαλονίκη
1934.
Jaeger, Aristotelis Metaphysica : w. Jaeger, «Aristotelis Metaphysica», S.C.B.O, London 1957 (Oxford University Press).
Jaeger, Ελληνική Παιδεία : w. Jaeger, Πρωτοχριστιανικοί Χρόνοι και Ελληνική Παιδεία, Αθήνα 1966 (Χ. & Ι. Καγιάφας).
Καραβιδοπουλος, Παύλος και ελληνική κοινωνία
: Ι. Καραβιδοπουλος, «Ο Απόστολος
Παύλος και η ελληνική κοινωνία», ΙΩΒΗ, 45-55.
Κυρκος, Οικουμενικότητα ελληνικού
πολιτισμού : Β. Κυρκος, «Η
οικουμενικότητα τού ελληνικού πολιτισμού και η συνάντησή του με το Χριστιανισμό»,
Ιεεα, ΣΤ΄ (1976), 392-399.
Κωσταράς, Φιλοσοφική Προπαιδεία : Γ. Φ. Κωσταράς,
Φιλοσοφική Προπαιδεία, 2η έκδοση, Αθήνα 1992 (Δ. Μαυρομμάτης).
Κρικωνης,
Θεογνωσία : Χ. Κρικωνης, «Η
θεολογία ως μέθοδος θεογνωσίας», Θεολογια
ΣΘ΄ (1998), 683-692.
Κρικωνης, Απαρχές χριστιανικού μηνύματος :
Χ. Κρικωνης, «Οι απαρχές του χριστιανικού
μηνύματος στην Ελλάδα και οι οικουμενικές προοπτικές της Ορθοδόξου Εκκλησίας
στη Δύση», ΙΩΒΗ, 59-72.
Lesky,
Αρχαία
Ελληνική Λογοτεχνία : A. Lesky, Ιστορία της
Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, , 5η έκδοση, Θεσσαλονίκη 1990 (Αφοί Κυριακίδη).
Μαρτζελος, Σάρκωση του λόγου : Γ. Μαρτζελος, «Η σάρκωση του λόγου ως
θεμελιώδης ιεραποστολική αρχή της αρχαίας Εκκλησίας», ΙΩΒΗ, 83-94.
Ματσούκας, Ιστορία Φιλοσοφίας : Ν.
Α. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη 1984 ( Π.
Πουρναράς).
Moraux Aristote Du Ciel : P. Moraux,
«Aristote Du Ciel», CUDF, Paris
1965.
Μπενακης, Δυτικοευρωπαϊκό πνεύμα και Ορθοδοξία : Λ. Μπενάκης, «Δυτικοευρωπαϊκό πνεύμα και Ελληνική
Ορθοδοξία», Συναξη,
ΛΔ΄ (1990), 31-42.
Οικονομου,
Οικουμενικότητα
Εκκλησίας : Χ. Οικονομου, Οι απαρχές της οικουμενικότητας της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1997.
Ross, Metaphysica : W. D. Ross,
Metaphysica, Aristotle's metaphysics, 2 vols, Oxford: Clarendon Press, 1924 (repr. 1970), T.L.G.
Πατρωνοσ,
Ελληνισμός
και Χριστιανισμός :
Γ. Πατρωνοσ, Ελληνισμός και
Χριστιανισμός, Αθήνα 2003 (ΑΔΕΕ).
Στεφανιδης, Ιστορία : Β. Στεφανιδης
(Αρχιμανδρίτης), Εκκλησιαστική
Ιστορία – Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήνα 2000 (7η έκδοση,
ανατύπωση από την αναθεωρημένη από το συγγραφέα 2η έκδοση του 1959).
Τατακης, Χριστιανική Φιλοσοφία : Β. Ν. Τατακης,
Μελετήματα Χριστιανικής Φιλοσοφίας, Αθήναι 1967.
Τσακωνας, Θεότητα Του Χριστού : Β. Γ. Τσακωνας,
Το φιλολογικόν και θεολογικόν πρόβλημα της θεότητας Του Χριστού εις τον
Απόστολον Παύλον, Αθήναι 1994 (Συμμετρία).
Τσακωνας, Χριστολογία κατά Ιωάννην : Β. Γ. Τσακωνας,
Η χριστολογία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου και των επιστολών, Αθήναι 1994
(Συμμετρία).
Τσακωνας, Προς Κολοσσαείς επιστολή, : Β. Γ. Τσακωνας,
Υπόμνημα εις την προς Κολοσσαείς επιστολήν του Αποστόλου Παύλου, Αθήναι
1994 (Συμμετρία).
Θεοδωρου, Ιουστίνος και ελληνική
φιλοσοφία : Α. Θεοδωρου, Η θεολογία του Ιουστίνου και
αι σχέσεις αυτής προς την ελληνικήν φιλοσοφίαν, Αθήναι 1960.
Zemb,
Αριστοτέλης
: M. J. Zemb, Αριστοτέλης, Η
προσωπικότητα και η φιλοσοφία του μέσα από το έργο του, Αθήνα 1979 (Νέα Σύνορα – Λιβάνης).
Ζησιουλασ,
Καταβολές Χριστιανισμού : Ιωαννης Ζησιουλας (Μητροπολίτης Περγάμου), «Οι καταβολές της Ορθοδοξίας στη γένεση
του Χριστιανισμού», ΘΟ, 53-62.
Ζησιουλασ,
Ελληνισμός
και Χριστιανισμός :
Ιωαννης Ζησιουλας (Μητροπολίτης Περγάμου), Ελληνισμός και Χριστιανισμός – Η
συνάντηση των δύο κόσμων, Αθήνα 2003 (ΑΔΕΕ).
Βραχυγραφίες
ΑΔΕΕ…………... Αποστολική Διακονία της Εκκλησία της Ελλάδος.
CUDF ………….. Collection Des Universites De France,
“Les Belles Lettres”
ΙΕΕ ………………
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους της
Εκδοτικής Αθηνών.
ΙΩΒΗ…………...
Ιωβηλαιο 2000, πρακτικά
επιστημονικής ημερίδας “Οι απαρχές του
Χριστιανισμού και η διαχρονική πορεία του” (29.12.2000), Θεσσαλονίκη 2003
(Ιερά
Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος - Θεολογική
Σχολή Α.Π.Θ.).
ΙΛΕΧ ……………
Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία
Χαλκιδικής
ΜΙΕΤ ………..….
Μορφωτικο Ιδρυμα Εθνικης Τραπεζας.
ΝΤ
……………… Novum Testamentum : E. Nestle
– K. Aland, Graece, Stuttgart 1979 (Deutsche Bibelgesellschaft).
P.G. ……….…… J. P. Migne,
Patrologiae cursus completus, Series Graeca, Paris 1857-1866.
S.C.B.O……….. Scriptorum Classicorum Bibliotheca
Oxoniensis (Oxford Classical Texts)
Συναξη ………
Τριμηνιαία Σπουδή στην
Ορθοδοξία, τεύχος ΛΔ΄ «Έλληνες ή Ευρωπαίοι», Αθήνα 1990.
Θ.Μ.
…………. Θεολογικα Μελετηματα 1, Αρχαί της
χριστιανικής γραμματείας, Θεσσαλονίκη 1973 (Πατριαρχικό
Ιδρυμα Πατερικών Μελετών).
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ….. Επιστημονικόν περιοδικόν εκδιδόμενον
κατά τριμηνίαν υπό τής Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, Αθήνα 1923
κ. εξ.
ΘΟ ………..…… Ο
Θησαυρος της Ορθοδοξιας 2000 χρονια, τ. Α΄, Η δόξα και το μεγαλείο
της Ορθοδοξίας, Αθήνα 2000 (Εκδοτική
Αθηνών).
T.L.G. ………..... Thesaurus
Linguae Graecae (Musaios), © 1992-2000
(D. J. Dumond and R. M. Smith).
[1]
Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός,
σ. 11-12.
[2]
H αναγνώριση των πρώτων
καταβολών έγινε κυρίως με την ανακάλυψη του εσχατολογικού χαρακτήρα του αρχικού
Χριστιανισμού και ιδιαίτερα της μορφής του Ιησού στα Ευαγγέλια. Εδραιώθηκε έτσι
η πεποίθηση ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν «Ιουδαίος» και ότι «…ἡ σωτηρία ἐκ τῶν
Ἰουδαίων Ἐστίν…», Ιω.
4, 22, Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σ. 13-14.
[3]
Όπου η θέση τους ήταν εξαιρετικά δυσχερής, αν κρίνουμε και από το λιθοβολισμό
του Στεφάνου (Πραξ. 7, 57-60), η ομιλία του οποίου περιείχε τις
θεμελιώδεις θέσεις της θεολογίας των ελληνιστών Χριστιανών, Φειδας, Ιστορία Α΄, σ. 35. Οι διωγμοί και
ο διασκορπισμός τους σε διάφορα μέρη αποτέλεσαν τους βασικούς λόγους έναρξης
της διάδοσης του λόγου του Θεού πέραν της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας, στη
Σαμάρεια και σε άλλες περιοχές εκτός Παλαιστίνης. Οι ελληνιστές πρώτοι άνοιξαν
τον ιστορικό δρόμο του Χριστιανισμού ως παγκόσμιας θρησκείας, επιβεβαιώνοντας
την εξαγγελία του Ιησού: «…ἀλλά λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἀγίου πνεύματος ἐφ’ ὑμᾶς, καί
ἔσεσθε μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλήμ καί ἐν πάση τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί
ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς…», Πραξ. 1, 8., Κρικωνης, Απαρχές χριστιανικού
μηνύματος, σ. 59.
[4]
Φειδας,
Ιστορία Α΄, σ. 35.
[5]
Φειδας, Ιστορία Α΄, σ. 41.
[6]
Ο ορισμός του ως διευθύνοντος του έργου της αποστολής μεταξύ των Εθνικών απευθείας
από το Χριστό, μέσω του Αγίου Πνεύματος, τροφοδοτούσε αντίστοιχα το ζήλο και
την ανεξαρτησία των ελληνιστών κηρύκων της Αντιόχειας, βλ. Αγουριδης, Εισαγωγή Κ. Δ., σ.
209.- Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σ. 60-61.
[7]
«…τό εὐαγγέλιον, δύναμις γάρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντί τῷ πιστεύοντι,
Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καί Ἕλληνι…», Ρωμ.
1, 16, ΝΤ, 410.
[8]
Βλ. Φειδας, Ιστορία Α΄, σ. 41.- Στεφανιδης,
Ιστορία, σ. 31.
[9]
Το χριστιανικό μήνυμα είχε εντός του την οικουμενική προοπτική. Την αλήθεια
αυτή ήλθαν να επιβεβαιώσουν τόσο η "αναμέτρηση" με τον Ιουδαϊσμό
στα Ιεροσόλυμα όσο και εκείνη με τον Ελληνισμό στην Αντιόχεια, καθώς οδήγησαν
στο άνοιγμα και την εδραίωση αντίστοιχα της οικουμενικής αποστολής του Χριστιανισμού.
Όταν οι Έλληνες, που εισήλθαν στους κόλπους της Εκκλησίας, έγιναν πλειονότητα,
φάνηκε καθαρά ότι το ελληνικό πνεύμα, με τον οικουμενικό του χαρακτήρα, είχε
κληθεί από το Θεό να χαράξει σταθερά την ιστορική πορεία της Εκκλησίας, Κρικωνης,
Απαρχές χριστιανικού μηνύματος,
σ. 59.
[10]
Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός,
σ. 74
[11]
Φαινομενικά δημιουργούνταν πλήρης εξίσωση Ιουδαίων και Ελλήνων έναντι του
Θεού, ωστόσο υπήρχε πάντα -τουλάχιστον για τον Παύλο- μια διάκριση. Ενώ όλοι
ήταν πλέον δικαιωμένοι και ίσοι έναντι του Θεού, οι επαγγελίες και ο ίδιος ο
Μεσσίας είχαν προέλθει από τους Ιουδαίους. Η Εκκλησία δεν ήταν ολοκληρωμένη
μέχρι να εισέλθει και ο Ισραήλ σ’ αυτήν. Ο Παύλος ανέπτυσσε τις ιδέες αυτές
διεξοδικά στα κεφάλαια Θ΄- ΙΑ΄ της «Προς Ρωμαίους» επιστολής του.
Απευθυνόμενος στους εθνικούς που είχαν γίνει Χριστιανοί έβλεπε μπροστά του ένα
συγκλονιστικό «μυστήριο» του ελέους του Θεού: η απείθεια των Ιουδαίων στο κήρυγμα
περί Χριστού είχε ανοίξει το δρόμο στους μη Ιουδαίους. Τώρα πια ο Ισραήλ θα
σωζόταν μόνο περνώντας από μια κοινωνία, την Εκκλησία, που βασικά την αποτελούσαν
οι Έλληνες Εθνικοί: «…οὗτοι νῦν
ἠπείθησαν τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα καί αὐτοί νῦν ἐλεηθῶσιν…», Ρωμ. 11, 31.,
βλ. Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σ. 75-77.- Φουγιασ,
Ελληνικό υπόβαθρο Χριστιανισμού σ. 128.
[12]
Αυτή η δραματική εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο Ιουδαϊσμός το φυσικό
του κέντρο και να οδηγηθεί σε ενδοστρέφεια ακόμη και στις συναγωγές της
διασποράς, με αποτέλεσμα να στραφεί η Εκκλησία αποκλειστικά στον Ελληνισμό για
την εξάπλωσή του, Ζησιουλασ,
Καταβολές
Χριστιανισμού, σ. 53 κ. εξ.
[13]
Η Σύνοδος αυτή «άνοιξε» την Εκκλησία του Χριστού στα έθνη. Αυτό το άνοιγμα
έχουμε υποχρέωση να το διατηρήσουμε. «Η
μέριμνα για το γένος μας δεν επιτρέπεται, σε καμιά περίπτωση, να διολισθαίνει
σε ρατσισμό ή οποιασδήποτε μορφής υποτίμηση των αλλοεθνών. Οι εθνικές
διαφορές δε νομιμοποιούνται στην Εκκλησία του Χριστού», Χριστοδουλος,
Πορεία Χριστιανισμού, σ. 39.
[14]
Το ιεραποστολικό έργο του Παύλου, εντασσόμενο στα ίδια πλαίσια της οικουμενικής
αποστολής των άλλων αποστόλων και των ελληνιστών Χριστιανών, συνιστούσε
υλοποίηση της εντολής του Κυρίου (Ματθ. 28, 19) μέσα από προγραμματισμό
και ανάθεσή του, σε αυτόν και τους συνεργάτες του, από το Άγιο Πνεύμα (Πραξ. 13, 2-3). Το γεγονός αυτό
δείχνει την εκκλησιολογική και αγιοπνευματική βάση της ιεραποστολής, Οικονομου, Οικουμενικότητα Εκκλησίας,
σ. 270.
[15]
Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός,
σ. 81.
[16]
Η διάδοση του μηνύματος της σωτηρίας από τον Παύλο στον τότε ειδωλολατρικό και
εχθρικά διακείμενο εθνικό κόσμο αποτελεί και το επιτυχέστερο κατόρθωμα στην
ιστορία του χριστιανικού κόσμου. Για να επικρατήσει το μήνυμα αυτό έπρεπε να
συγκρουστεί με μόνιμες και εξυπηρετικές για πολλούς καταστάσεις, έπρεπε να αλλάξει
βαθιά ριζωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις και λατρείες θεών και θρησκειών, Κρικωνης,
Απαρχές χριστιανικού μηνύματος, σ. 63.
[17] «…Ἐν αὐτῷ
(τῷ Θεῷ) γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν …», Πραξ. 17, 28, βλ. ΝΤ, 375.- Ιωαννιδης, Παύλος και
Στωικοί, σ. 37.
[18]
Στην Αθήνα ο Παύλος, κατά την προσφιλή τακτική του, δε μίλησε μόνο στη συναγωγή
αλλά και στην αγορά, όπου συνάντησε και κάποιους Στωικούς και Επικούρειους
φιλοσόφους. Εκείνοι τον οδήγησαν στο πλέον επίσημο βήμα της πόλης όπου, όμως,
άκουσαν παράδοξα και πρωτάκουστα διδάγματα. Τον απομάκρυναν τότε με τρόπο
όχι κομψό, αλλά πάντως προφητικό: «…Ἀκουσόμεθα σου περί τούτου καί πάλιν …», Πραξ.
17, 32, καθώς πράγματι το
χριστιανικό μήνυμα της σωτηρίας του Παύλου ακούστηκε πάμπολλες φορές από τότε
σε αυτό το βήμα, Κρικωνης, Θεογνωσία, σ.
683-684. Ο Παύλος σε αυτή την περίπτωση ήλθε σε αντίθεση με τους
Στωικούς και τη θεωρητική-ανθρωποκεντρική τους ελευθερία, προβάλλοντας την εν
Χριστώ ελευθερία, που απορρέει από το ιστορικό γεγονός του Σταυρού και της
Ανάστασης, Καραβιδοπουλος, Παύλος και ελληνική κοινωνία, σ. 45.
[19]
Η τρίτη (52-56 μ.Χ.) και η τέταρτη (62-64 μ.Χ.).
[20]
Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός,
σ. 86.
[21]
Ο Στράβωνας μας πληροφορεί ότι η Ταρσός στα χρόνια του Παύλου υπερείχε των
Αθηνών και της Αλεξάνδρειας στα γράμματα, αποτελώντας την έδρα πολλών Στωικών
φιλοσόφων, μεταξύ των οποίων και του Αθηνόδωρου. Σε αυτή την πόλη ο Παύλος
διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα και ήλθε σε επαφή με τη σκέψη και τη ζωή του Ελληνισμού,
Αγουριδης, Εισαγωγή Κ. Δ.,
σ. 202.
[22]
Διεσπαρμένοι στο μεσογειακό χώρο είχαν γίνει γλωσσικά και στον πολιτισμό
Έλληνες. Ενδεικτική ήταν η περίπτωση του, σύγχρονου του Παύλου, Φίλωνα του
Αλεξανδρέα, ο οποίος ήταν τόσο εξελληνισμένος ώστε δε διακρινόταν από τους
Έλληνες, Φουγιασ, Ελληνικό υπόβαθρο Χριστιανισμού, σ. 103, 166.
[23]
Φουγιασ,
Ελληνικό υπόβαθρο Χριστιανισμού,
σ. 128.
[24] «…τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς
ποιήμασιν νοούμεθα καθορᾶται…», Ρωμ. 1, 20, ΝΤ, 410.
[25]
«…καθώς γέγραπται ὅτι Πατέρα πολλῶν
ἐθνῶν τέθεικά σε, κατέναντι οὗ ἐπίστευσεν Θεοῦ τοῦ ζῳοποιοῦντος τούς νεκρούς
καί καλοῦντος τά μή ὄντα ὡς ὄντα…», Ρωμ. 4, 17, ΝΤ, 416.- Ζησιουλασ, Ελληνισμός
και Χριστιανισμός, σ. 89.
[26] «…οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου;
ἐπειδή γάρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν,
εὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοῦς πιστεύοντας. ἐπειδή
καί Ἰουδαῖοι σημεῖα αἰτοῦσιν καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν
Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μεν σκάνδαλον ἔθνεσιν δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ
κλητοῖς, Ἰουδαῖοις τε καί Ἕλλησιν, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν…», Α΄
Κορ. 1, 20-24, ΝΤ, 442.- Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σ. 91-92.
[27]
Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σ. 194-195.
[28]
Εννοώντας ως «πρώτη φιλοσοφία» τη θεολογία του: «…εἰ δέ τί ἐστιν ἀΐδιον
καί ἀκίνητον καί χωριστόν, φανερόν ὅτι θεωρητικῆς τό γνῶναι, οὐ μέντοι φυσικῆς
γε οὐδέ μαθηματικῆς, ἀλλά προτέρας ἀμφοῖν… ἡ δέ πρώτη καί περί χωριστά καί
ἀκίνητα. ἀνάγκη δέ πάντα μέν τά αἴτια ἀΐδια εἶναι, μάλιστα δέ ταῦτα, ταῦτα γάρ
αἴτια τοῖς φανεροῖς τῶν θείων. ὥστε τρεῖς ἄν εἶεν φιλοσοφίαι θεωρητικαί,
μαθηματική, φυσική, θεολογική…», Μετά τα φυσικά Ε 8 1026a 10-19, Jaeger, Ελληνική Παιδεία, σ. 41.- Jaeger,
Aristotelis Metaphysica, σ. 122-123.
[29]
Zemb, Αριστοτέλης, σ. 206-207.
[30]
Γεωργούλης,
Αριστοτέλης, σ. 87.
[31] «…Γενόμενον μέν οὖν ἅπαντες εἶναί φασιν, ἀλλά
γενόμενον οἱ μέν ἀΐδιον, οἱ δέ φθαρτόν ὥσπερ ὁτιοῦν ἄλλο τῶν συνισταμένων…,
ἅπαντα γάρ τά γινόμενα καί φθειρόμενα φαίνεται…»,
Περί ουρανού 279b
12 20, Allan, Aristotelis De Caelo, σ. 3.
[32] Γεωργούλης, Αριστοτέλης, σ.
214.
[33] Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σ. 196.
[34]
Όπως οι Απολογητές του β΄ και γ΄ αιώνα, που ακολούθησαν την Παύλεια και
Ιωάννεια ιεραποστολική αρχή επένδυσης του -απευθυνόμενου στον ελληνικό κόσμο-
χριστιανικού μηνύματος με ελληνικά κυρίως μορφολογικά στοιχεία. Χαρακτηριστική
περίπτωση ο Ιουστίνος, ο οποίος γνώριζε καλά τόσο τη βιβλική παράδοση όσο και
την ελληνική φιλοσοφία. Προσπάθησε λοιπόν, με βάση τη στωική αντίληψη του
σπερματικού λόγου, να εξηγήσει την ύπαρξη ορισμένων αληθειών της Αποκάλυψης
στον ελληνικό κόσμο, Θεοδωρου, Ιουστίνος και ελληνική φιλοσοφία,
σ. 98 κ. εξ.
[35]
Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σ. 197.
[36] «…πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά
πάντα ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί ἐπί τῆς γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, …τά πάντα δι’
αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται…», Κολ.
1, 15-16, ΝΤ, 524.
[37]
«…καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκεν…»,
Κολ. 1, 17, ΝΤ, 524.
[38]
Από τον Ηράκλειτο, άλλωστε, η περί λόγου διδασκαλία είχε αρχίσει να παίζει ένα
σπουδαίο ρόλο στην ελληνική φιλοσοφία. Σύμφωνα με εκείνον ο λόγος αποτελούσε τη
συνεκτική δύναμη των πραγμάτων και τη λογική αρχή που διέρρεε τα πάντα. Στους
Στωικούς η περί λόγου διδασκαλία γνώρισε τη μέγιστή της ανάπτυξη. Με το στωικό
όρο «Λόγος» ο ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτήριζε στον πρόλογο του Ευαγγελίου του,
απευθυνόμενος κυρίως σε εξ εθνών Χριστιανούς, τον Υιό του Θεού (Ιω. 1, 1-1,
14), χωρίς βέβαια να απομακρύνεται από τη βιβλική έννοια του δημιουργικού
λόγου του Θεού, ο οποίος ήταν η αιτία της δημιουργίας όλου του κόσμου, βλ. Τσακωνας,
Χριστολογία κατά Ιωάννην, σ. 17-23.- Αγουριδης, Εισαγωγή Κ. Δ, σ. 163 κ. εξ.
[39]
Εμφανής ήταν και ο ηθικός χαρακτήρας του λόγου των Στωικών. Ενεργούσε ως μια
ηθική αρχή στους ανθρώπους, ενθαρρύνοντάς τους στη διάπραξη του αγαθού και στην
αποφυγή του κακού, Lesky, Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία, σ.
18-935.
[40]
During, Αριστοτέλης, σ. 78.
[41] «…τῆς δέ τοῦ ὄντος θέας, οἵαν ἡδονήν ἔχει,
ἀδύνατον ἄλλῳ γεγεῦσθαι πλήν τῷ φιλοσόφῳ…», Πολιτεία 9, 582c 8, Burnet, Respublica,
T.L.G.
[42]
Όντας εκείνος αρχικά πλατωνικός (οπαδός της θεωρίας των ιδεών και της αθανασίας
της ψυχής), ακολούθησε στη συνέχεια μια πορεία σταδιακής αμφισβήτησης και
κριτικής του δάσκαλού του, κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις του
«αριστοτελικού» Αριστοτέλη, Lesky, Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία, σ.
795-796.
[43]
Ο μεγαλοφυής μαθητής αφομοίωσε με επιτυχία την πλατωνική φιλοσοφία και κατόπιν
παρουσίασε κάτι εντελώς πρωτότυπο. Αυτή ήταν άλλωστε η δημιουργική πρόοδος
της επιστήμης και της φιλοσοφίας, όχι η επανάληψη ή ο σωρός των γνώσεων,
αλλά η αφομοίωση και το προχώρημα, βλ. Ματσούκας, Ιστορία Φιλοσοφίας, σ. 197.
[44]
Βλέπει κάποιος εδώ έναν Αριστοτέλη αρκούντως ρεαλιστή για ιδεαλιστή! Στο μυαλό
έρχεται το πασίγνωστο έργο του Ραφαήλ Σάντι «Σχολή των Αθηνών», όπου μεταξύ
πολλών φιλοσόφων ξεχωρίζουν στο κέντρο Πλάτωνας και Αριστοτέλης, με τον πρώτο
να δείχνει τον ουρανό και το δεύτερο τη γη, βλ. Φουγιασ, Ελληνικό
υπόβαθρο Χριστιανισμού, σ. 97.
[45]
Χρησιμοποιώντας οι Πατέρες την αριστοτελική διάκριση μεταξύ ύλης και είδους
ανέτρεψαν εκ βάθρων την αρχαιοελληνική αντίληψη περί δημιουργίας. Γι’ αυτούς ο
Θεός κατά την Αγ. Γραφή δεν ήταν απλά διαμορφωτής και διακοσμητής της
προϋπάρχουσας άμορφης ύλης, αλλά δημιουργός «εκ του μη όντος», και μάλιστα
συγχρόνως τόσο των ειδών όσο και της ίδιας της ύλης των όντων. «Ο Θεός», όπως
τόνιζε ο Μ. Βασίλειος: «…Οὐχί γάρ σχημάτων
ἐστίν εὑρέτης, ἀλλ’ αὐτῆς τῆς φύσεως τῶν ὄντων δημιουργός…», Εις την
Εξαήμερον 2, 2, P.G. 29, 33Β, Μαρτζελος, Σάρκωση του λόγου, σ. 91-92.
[46]
Να μη λησμονείται εδώ η προσθήκη και της τέταρτης αιτίας ή μεταφυσικής αρχής
που συνέβαλε στη μορφοποίηση (σκοπός-τελειότητα) της ύλης, το τέλος (ου ένεκα),
Κωσταράς,
Φιλοσοφική Προπαιδεία, σ. 242.
[47] «…ἀεί γάρ ἐκ τοῦ δυνάμει ὄντος γίγνεται τό
ἐνεργείᾳ ὄν ὑπό ἐνεργείᾳ ὄντος, …τό δέ κινοῦν ἐνεργείᾳ ἤδη ἔστιν…», Μετά τα
φυσικά Α 1049b
24-27, Ross, Metaphysica,
T.L.G.
[48]
Γεωργούλης,
Αριστοτέλης, σ. 209-210.
[49] Τα είδη διακρίνονταν σε καθαρά (ύψιστο καθαρό είδος
ο Θεός) και ένυλα. Τα καθαρά ήταν αίδια και αθάνατα. Τα ένυλα κατοχύρωναν την
αθανασία μέσω της μορφοποίησής τους (λήψη μορφής, είδους, σχήματος).
[50] Brehier, Ιστορία Φιλοσοφίας, σ. 164.
[51]
Μιλώντας στον Άρειο Πάγο χρησιμοποίησε τις αντιλήψεις των Στωικών ποιητών
Άρατου και Ψευδο-Επιμενίδη, για να τονίσει τόσο την πανταχού παρουσία του Θεού
και τη σχέση του με το ανθρώπινο γένος όσο και την οντολογική ετερότητά του σε
σχέση με την κτίση (Πραξ. 17, 28-29), βλ. Χρηστου, Τετράστιχο Επιμενίδου, σ. 79 κ. εξ.- Χρηστου, Ελληνιστικός κόσμος, σ. 11-46.- Φουγιασ, Ελληνικό
υπόβαθρο Χριστιανισμού, σ. 79.
[52] Για τους οποίους το σύστημα της Στοάς επρόκειτο να
αποτελέσει το κοσμοθεωρητικό τους θεμέλιο τους επόμενους αιώνες. Ένα σύστημα με
μεγάλη έκταση και ελαστικότητα, ικανό να συμφιλιωθεί με τη λαϊκή θρησκεία και
να δεχτεί στοιχεία της ελληνιστικής αστρικής θρησκείας. Αλλά ακόμη και η
κεντρική έννοια του συστήματός της, ο Λόγος, ήταν το λογικό, η Πρόνοια, η
πρόβλεψη και η Ειμαρμένη του κόσμου, η φύση και προπάντων ο Θεός, Lesky, Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία, σ. 931, 935.
[53]
Την έννοια του όρου “εικών” στον Παύλο μπορεί κάποιος να κατανοήσει
συνδυάζοντας το παραπάνω απόσπασμα του α΄ μέρους του χριστολογικού ύμνου της
προς Κολλοσαείς επιστολής με τα Β΄ Κορ. 4,4-6 & 5, 19. Σύμφωνα με
αυτά ο Χριστός εκπροσωπεί και φανερώνει το Θεό-Πατέρα, καθώς η γνώση και
επίγνωση της δόξας του -αόρατου- Θεού είναι δυνατή μόνο δια του Ιησού. Ο
Χριστός, ως “εικόνα” του Θεού, αποκαλύπτει τη θεία μεγαλειότητα και δόξα κατά
τρόπο ορατό, βλ. Τσακωνας, Θεότητα Του Χριστού,
σ. 42.- Τσακωνας,
Προς Κολοσσαείς επιστολή, σ. 75-76.
[54]
Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σ.
112.
[55]
Ο χριστολογικός ύμνος αποτελεί ένα από τα εξέχοντα τμήματα της Παύλειας
φιλολογίας καθώς και μια πλήρη ανάπτυξη των απόψεών του περί Χριστού.
Ειδικότερα στο α΄ μέρος του (1, 15-17) εξαίρεται η σπουδαιότητα τού
Χριστού για το σύμπαν και η σχέση Του προς αυτό, βλ. ΝΤ, 524.- Τσακωνας, Προς
Κολοσσαείς επιστολή, σ. 72.
[56]
Όχι με χρονική αλλά με υπαρξιακή έννοια, δηλωτικό υπεροχής και λειτουργίας
έναντι του σύμπαντος. Ως πρωτότοκος ο Χριστός βρίσκεται πάνω από κάθε αρχή και
εξουσία, δύναμη και κυριότητα, Τσακωνας, Προς Κολοσσαείς επιστολή,
σ. 78.
[57]
Ο Παύλος τονίζει την προαιώνια ύπαρξη του Χριστού, το άσχετο της ύπαρξής Του με
τη δημιουργία των πάντων, Τσακωνας, Προς Κολοσσαείς επιστολή,
σ. 81.
[58]
Το ρ. συνίστημι εδώ με την έννοια του συνέχω. Ο Χριστός, ως κεφαλή και αρχή του
παντός, συνέχει το παν και φροντίζει να το οδηγήσει στον τελικό σκοπό του, Τσακωνας,
Προς Κολοσσαείς επιστολή, σ. 81-82.
[59]
Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σ.
113.
[60]
Φουγιασ,
Ελληνικό υπόβαθρο Χριστιανισμού, σ. 52-53.
[61] Την ελληνική γλώσσα και τον
ελληνικό πολιτισμό, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η
οικουμενικότητα, Κυρκος,
Οικουμενικότητα ελληνικού πολιτισμού, σ. 392-395.
[62]
Φουγιασ,
Ελληνικό υπόβαθρο Χριστιανισμού, σ. 223.
[63]
Από τη στιγμή που το χριστιανικό μήνυμα έπρεπε να κάνει τη μεγάλη έξοδό του
στον ελληνικό κόσμο, όφειλε να είναι επενδυμένο με ελληνικά κυρίως μορφολογικά
στοιχεία, προκειμένου να γίνει προσιτό και κατανοητό από όσους ζούσαν και
σκέφτονταν μέσα στην πνευματική ατμόσφαιρα του ελληνικού πολιτισμού, Μαρτζελος, Σάρκωση του λόγου, σ. 87.
[64]
Με τους Έλληνες και τους ελληνοτραφείς μεγάλους θεολόγους Πατέρες και
Εκκλησιαστικούς συγγραφείς άρχισε η ιστορία της χριστιανικής Ευρώπης, Φουγιασ,
Ελληνικό υπόβαθρο Χριστιανισμού, σ. 221.
[65]
Θαυμαστή ήταν η τόλμη των πρώτων Χριστιανών να αγκαλιάσουν τη φιλοσοφία των
Ελλήνων. Με τη χάρη του Θεού συνέλαβαν αμέσως ότι η φιλοσοφία είναι όργανο για
την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπου, αλλά και του τρόπου με τον οποίο
εργάζεται η Θεία Πρόνοια, Χριστοδουλος, Πορεία Χριστιανισμού,
σ. 39.
[66]
Τατακης,
Χριστιανική Φιλοσοφία, σ. 44-59.
[67]
Όπως διατεινόταν ο Harnack,
υποστηρίζοντας πως η μορφολογική χρήση της ελληνικής φιλοσοφίας σήμαινε
«εξελληνισμό του Χριστιανισμού». Οι ισχυρισμοί του Harnack πως οι Έλληνες νόθευσαν το
χριστιανικό μήνυμα θεωρούνται πλέον ξεπερασμένες, καθώς είναι σαφές ότι δεν
υπήρξε μη ελληνικό χριστιανικό μήνυμα, βλ. Μαρτζελος,
Σάρκωση του λόγου, σ. 90.- Φουγιασ, Ελληνικό υπόβαθρο
Χριστιανισμού, σ. 32.
[68]
Άλλωστε το ουσιαστικό μήνυμα της ορθόδοξης Εκκλησίας αναφέρεται -και πρέπει να
αναφέρεται- στον κάθε άνθρωπο και είναι παγκόσμιας σημασίας. Για να
ανταποκριθεί η ορθοδοξία στη μεγάλη αποστολή της στα παγκόσμια δρώμενα, θα
πρέπει να διατηρήσει αλώβητο το μυστηριακό και σωτηριολογικό χαρακτήρα της, να
είναι ανοικτή στις συνεχείς αναζητήσεις της ανθρωπότητας και να βιώνει με
συνέπεια την οικουμενική της ευθύνη. Μόνο τότε θα έχει αξία η ρήση του
αείμνηστου Σ. Ράνσιμαν, πως ο ΚΑ΄ αιώνας θα είναι ο αιώνας της ορθοδοξίας και
πως αυτή αποτελεί την ελπίδα της ανθρωπότητας, βλ. Γιανουλατος, Παγκοσμιότητα
και Ορθοδοξία, σ. 272.- Κρικωνης, Απαρχές χριστιανικού μηνύματος,
σ. 72.
[69] Μπενακης, Δυτικοευρωπαϊκό πνεύμα και
Ορθοδοξία, σ. 32.
[70]
Αποτέλεσε το πρώτο κέντρο στο οποίο μεταφυτεύτηκε ο χριστιανισμός από τα Ιεροσόλυμα,
για να μεταφερθεί κατόπιν από εκεί στην υπόλοιπη ελληνορωμαϊκή οικουμένη, Ζησιουλασ, Ελληνισμός και Χριστιανισμός σ. 60.
[71]
Στεφανιδης, Ιστορία, σ. 31.
[72]
Βλ. Φειδας,
Ιστορία Α΄, σ. 43- Φουγιασ, Ελληνικό
υπόβαθρο Χριστιανισμού, σ. 112.
[73]
Μαρτζελος, Σάρκωση του λόγου, σ.
90.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου